ἀμοργίς: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amorgis | |Transliteration C=amorgis | ||
|Beta Code=a)morgi/s | |Beta Code=a)morgi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">stalks of mallow (Malva silvestris)</b>, used like hemp or flax, ἄλοπος ἀ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>735</span>: acc. [[ἄμοργιν]], v.l. [[ἀμοργίδα]], ib.<span class="bibl">737</span>. (Perh. from the pr. n. [[Ἀμοργός]] as place of growth.) </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = [[ἀμόργη]], Hdn.Gr.<span class="bibl">1.87</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:35, 31 December 2020
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A stalks of mallow (Malva silvestris), used like hemp or flax, ἄλοπος ἀ. Ar.Lys.735: acc. ἄμοργιν, v.l. ἀμοργίδα, ib.737. (Perh. from the pr. n. Ἀμοργός as place of growth.) II proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Hdn.Gr.1.87.
German (Pape)
[Seite 128] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); ἄλοπος ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. ἀμόργινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοργίς: -ίδος, ἡ, λεπτὸν λίνον ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: ἄλοπος ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de lin fin (de l’île d’Amorgos) ou de pourpre.
Étymologie: cf. ἀμόργινος.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἄμοργις Ar.Lys.735, 737, Sch.Ar.Lys.735
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fibra de malva ἀ. ἄλοπος Ar.Lys.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, EM 129.20G., Sch.Ar.Lys.735.
2 túnica hecha de la fibra de la malva Poll.7.74, Hsch.
3 ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ γάλα que se ha quedado sin leche seguramente erróneo, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμοργὶς (-ίδος), η (Α) Ἀμοργός
1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό
2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) της μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἁμοργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμόργινος.
Greek Monotonic
ἀμοργίς: ἡ, λεπτό λινάρι από το νησί της Αμοργού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοργίς: ίδος ἡ аморгосский лен Arph.
Frisk Etymological English
etc.
Meaning: kind of dress (Cratin. fr. 96)
Other forms: λαμπτῆρες ἀμοργούς (Emp. fr. 84), perhaps lanterns clothed in muslin (cf. Lat. lintea lanterna pl. Bacch. 446).
Derivatives: Adj. ἀμόργινος used of χιτών etc. (Com., Aeschin.), cf. ἀμόργεια χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Ἀμοργοῦντος Suid. - Unclear ἀμοργίς, -ίδος f. stalks of mallow, Malva silvestris (Ar.); after the island Amorgos (Taillardat, Rev.de phil. 33, 1959, 66; cf. also REG 64, 1951, 11ff.)? -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The name of the island may have been used to designate clothes, cf. jersey, jeans etc. Cf. Taillardat, Images section 262.