ἀποκλεισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apokleismos
|Transliteration C=apokleismos
|Beta Code=a)pokleismo/s
|Beta Code=a)pokleismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[exclusion]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.7.20</span>, <span class="bibl">Artem.3.54</span>; but, [[prison]], Aq.<span class="title">Ps.</span>141(142).8.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[exclusion]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.7.20</span>, <span class="bibl">Artem.3.54</span>; but, [[prison]], Aq.<span class="title">Ps.</span>141(142).8.</span>
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:20, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκλεισμός Medium diacritics: ἀποκλεισμός Low diacritics: αποκλεισμός Capitals: ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: apokleismós Transliteration B: apokleismos Transliteration C: apokleismos Beta Code: a)pokleismo/s

English (LSJ)

ὁ, A exclusion, Arr.Epict.4.7.20, Artem.3.54; but, prison, Aq.Ps.141(142).8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
prison.
Étymologie: ἀποκλείω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 exclusión ἀποκλεισμὸς ἐμοί οὐ γίνεται no se me puede cerrar el paso Arr.Epict.4.7.20.
2 encierro ἐξάγαγε ἐξ ἀποκλεισμοῦ τὴν ψυχήν μου Aq.Ps.141(142).8, cf. Artem.3.54.

Greek Monolingual

ο (ΑΝ)
νεοελλ.
1. ο περιορισμός κάποιου σε ορισμένο χώρο, η παρεμπόδιση της επικοινωνίας του με τους εκτός
2. η επιβαλλόμενη, με τη βοήθεια του πολεμικού στόλου, από κράτος σε άλλο κράτος και σε καιρό ειρήνης διακοπή συγκοινωνιών και κάθε επικοινωνίας με άλλες χώρες
3. η απαγόρευση συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα
4. «εμπορικός αποκλεισμός» — η άρνηση των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια άλλη χώρα, το μποϋκοτάζ
5. «αποκλεισμός εργατών» — η διακοπή της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η απεργία ή η τάση για απεργία των εργαζομένων, η ανταπεργία, το λοκ άουτ
6. «ναυτικός αποκλεισμός» — κατάσταση κατά την οποία ναυτική δύναμη αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την έξοδο κάθε πλοίου, το εμπάργκο
μσν.
πολιορκία
αρχ.
1. το να αποκλείσει κανείς κάποιον, να τον κλείσει έξω
2. το να κλείσει κανείς κάποιον μέσα, στη φυλακή.