ἀρτοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artokopos
|Transliteration C=artokopos
|Beta Code=a)rtoko/pos
|Beta Code=a)rtoko/pos
|Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[baker]], whether fem., <span class="bibl">Hdt.1.51</span>; or masc., <span class="bibl">Id.9.82</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>518b</span> (v.l. [[-ποιός]]), <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.4.21</span> (v.l. [[-ποιός]]), <span class="bibl"><span class="title">HG</span>7.1.38</span>, <span class="title">IG</span>3.1452, <span class="title">IGRom.</span>4.1244. (Dissim. from [[ἀρτοπόπος]], cf. Phryn.198, Hsch., <span class="bibl">Poll.7.21</span>; cf. [[πέσσω]].) </span>
|Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[baker]], whether fem., <span class="bibl">Hdt.1.51</span>; or masc., <span class="bibl">Id.9.82</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>518b</span> (v.l. [[-ποιός]]), <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.4.21</span> (v.l. [[-ποιός]]), <span class="bibl"><span class="title">HG</span>7.1.38</span>, <span class="title">IG</span>3.1452, <span class="title">IGRom.</span>4.1244. (Dissim. from [[ἀρτοπόπος]], cf. Phryn.198, Hsch., <span class="bibl">Poll.7.21</span>; cf. [[πέσσω]].) </span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:00, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοκόπος Medium diacritics: ἀρτοκόπος Low diacritics: αρτοκόπος Capitals: ΑΡΤΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: artokópos Transliteration B: artokopos Transliteration C: artokopos Beta Code: a)rtoko/pos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A baker, whether fem., Hdt.1.51; or masc., Id.9.82, Pl.Grg.518b (v.l. -ποιός), X.An.4.4.21 (v.l. -ποιός), HG7.1.38, IG3.1452, IGRom.4.1244. (Dissim. from ἀρτοπόπος, cf. Phryn.198, Hsch., Poll.7.21; cf. πέσσω.)

German (Pape)

[Seite 363] Brot backend, Bäcker, Her. 9, 82; Bäckerin, 1, 51; Plat. Gorg. 518 b; Phryn. verwirft die Form statt ἀρτοπόπος od. ἀρτοποιός, vgl. aber Poll. 7, 21. Bei Xen. An. 4, 4, 21 stehen ἀρτοκόποι u. οἰνοχόοι zusammen, wo man an Vorschneider denken könnte. Vgl. aber Xen. Hell. 7, 1, 26. S. auch Inscr. 1018.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοκόπος: ὁ, ἡ, ἀρτοποιός, Ἡρόδ. 9. 82, Πλάτ. Γοργ. 518Β, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, Ἑλλ. 7. 1, 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1018. 3, θηλ. Ἡρόδ. 1. 51. (Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐκ τῆς √ΚΟΠ ὡς εἰ κυριολεκτικῶς ἐσήμαινεν ὁ κόπτων τὸν ἄρτον (πρβλ. τρισκοπάνιστος) εἶναι ἤδη γενικῶς ἐγκαταλελειμμένη. Κατὰ τὸν Φρύνιχον σ. 222 (ἔκδ. Lobeck) «ἀρτοκόπος, ἀδόκιμον· χρὴ δὲ ἀρτοπόπος ἢ ἀρτοποιὸς λέγειν». Τὸ ἀρτοπόπος βεβαίως εἶναι ἐκ τῆς √ΠΕΠ καὶ ὁ Κούρτιος παραδέχεται ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸν τύπον -κόπος ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ Λατ. coq-uo, ὡς ἐπίσης ἔχομεν popina = coquina, ἴδε Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθμ. 630). Ἴδε καὶ σημείωσιν W. G. Rutherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 303.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui cuit le pain, boulanger, boulangère.
Étymologie: p. *ἀρτοπόπος, de ἄρτος et πέπτω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ

• Alolema(s): ἀρτοπόπος Phryn.193, Lib.Or.31.12, Hsch., Poll.7.21
panadero, tahonero en principio como oficio al servicio de los reyes persas οἱ ἀρτόκοποι καὶ οἱ ὀψοποιοί Hdt.9.82, cf. X.An.4.4.21, HG 7.1.38, lidios τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου εἰκών el retrato de la panadera de Creso Hdt.1.51, gener., Pl.Grg.518b, UPZ 7.6 (II a.C.), IG 22.12948 (I d.C.), IGR 4.1244.2, MAMA 3.170 (Corasio IV/V d.C.), PPetaus 48.7 (II d.C.), IEphesos 215.3, 6 (II/III d.C.), Gr.Shorthand Man.678 (III/IV d.C.), PBerl.Borkowski 8.10 (III/IV d.C.), Horap.1.50, POxy.1949.2 (V d.C.). • DMic.: a-to-po-qo.

• Etimología: Comp. de ἄρτος ‘pan’ y κόπος < *ποκο- (de la raíz *pek ‘cocer’), c. disim. de *k.

Greek Monolingual

ἀρτοκόπος και -πόπος, ο, η (Α)
ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β' συνθετικό -ποπος < -kwopos (< -pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα pekw- «ψήνω, μαγειρεύω» (πρβλ. πέσσω «μαλακώνω, ωριμάζω, μαγειρεύω», πέπων «ο ώριμος, αυτός που έγινε μαλακός από τον ήλιο»). Ο πρωταρχικός τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: α-to-po-qo, όπου παρατηρείται διατήρηση του χειλοϋπερωικού kw, το οποίο δηλώνεται με το συλλαβόγραμμα q. Σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη, το β' συνθετικό -κόπος του τ. αρτοκόπος συνδέεται με το κόπτω και όχι με το πέσσω.

Greek Monotonic

ἀρτοκόπος: ὁ, ἡ, αρτοποιός, σε Ηρόδ., Ξεν. (πιθ. αντί ἀρτο-πόπος, από πέπ-τω, πρβλ. Λατ. coq-uus).

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοκόπος: ὁ (Her. тж. ἡ) хлебопек, пекарь, булочник Plat., Xen.

Middle Liddell


a baker, Hdt., Xen. [Prob. for ἀρτοπόπος, from πέπτω, cf. Lat. coquus.]