ἐπιρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirrisso
|Transliteration C=epirrisso
|Beta Code=e)pirrh/ssw
|Beta Code=e)pirrh/ssw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἐπιρράσσω]].</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ἐπιρράσσω]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:40, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήσσω Medium diacritics: ἐπιρρήσσω Low diacritics: επιρρήσσω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: epirrḗssō Transliteration B: epirrēssō Transliteration C: epirrisso Beta Code: e)pirrh/ssw

English (LSJ)

A v. ἐπιρράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, drove to, pushed home, Il. 24.454, 456. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α)
1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ
3. (για άνεμο) (με αιτ.) εφορμώ εναντίον, παρασύρω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. και ιων. τ. αντί επιρράσσω < επί + ράσσω «χτυπώ, καταβάλλω»].

Greek Monotonic

ἐπιρρήσσω: μέλ. -ξω, Επικ. παρατ. -ρήσσεσκον, Ιων. αντί ἐπιρράσσω· σπρώχνω με δύναμη, κλείνω βίαια, θύρην, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρήσσω: эп.-ион. ἐπιρράσσω захлопывать, задвигать (τὸν ἐπιβλῆτα Hom.; πύλας Soph.).