ζωοφόρος: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ζωοφόρος | |||
|Medium diacritics=ζωοφόρος | |||
|Low diacritics=ζωοφόρος | |||
|Capitals=ΖΩΟΦΟΡΟΣ | |||
|Transliteration A=zōophóros | |||
|Transliteration B=zōophoros | |||
|Transliteration C=zooforos | |||
|Beta Code=zwofo/ros | |||
|Definition=ον, [[life-giving]], IG 3.171; [[ἄνεμοι]] ''AP'' 9.765 (Paul. Sil.). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωοφόρος''': -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-[[φόρος]], ον, ζῷα φέρων· [[ἑπομένως]], 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, [[πλήρης]] γλυφῶν, [[πίναξ]] Διόδ. 18. 26· [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[ζῳφόρος]], ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου [[μέρος]], Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. [[κύκλος]] = ὁ [[ζῳδιακός]], Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· [[ἄνευ]] τοῦ [[κύκλος]], Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. [[ζῴδιον]]. | |lstext='''ζωοφόρος''': -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-[[φόρος]], ον, ζῷα φέρων· [[ἑπομένως]], 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, [[πλήρης]] γλυφῶν, [[πίναξ]] Διόδ. 18. 26· [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[ζῳφόρος]], ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου [[μέρος]], Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. [[κύκλος]] = ὁ [[ζῳδιακός]], Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· [[ἄνευ]] τοῦ [[κύκλος]], Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. [[ζῴδιον]]. |
Revision as of 11:01, 31 January 2021
English (LSJ)
ον, life-giving, IG 3.171; ἄνεμοι AP 9.765 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
ζωοφόρος: -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-φόρος, ον, ζῷα φέρων· ἑπομένως, 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, πλήρης γλυφῶν, πίναξ Διόδ. 18. 26· ἐντεῦθεν, ἡ ζῳφόρος, ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου μέρος, Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. κύκλος = ὁ ζῳδιακός, Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· ἄνευ τοῦ κύκλος, Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. ζῴδιον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la vie, vivifiant, fécondant.
Étymologie: ζωή, φέρω.
Greek Monolingual
(I)
-ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, πυρ-φόρος.
(II)
-ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, -ον)
1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος
το διάστημα που βρίσκεται μεταξύ του επιστυλίου και του γείσου του αρχαίου ιωνικού ναού και διακοσμείται συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις ζώων ή άλλων μορφών
2. το διάζωμα της οικίας κάτω από το γείσο
αρχ.
1. αυτός που έχει στην επιφάνειά του εικόνες ή μορφές ζώων
2. φρ. «ό ζωοφόρος κύκλος» — ο ζωδιακός κύκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -φορος (< φέρω), πρβλ. εωσ-φόρος, πυρ-φόρος.
Greek Monotonic
ζωοφόρος: -ον (ζωή, φέρω),
I. αυτός που παρέχει ζωή, σε Ανθ. II.ζῳοφόρος, ον (ζῷον), αυτός που έχει πάνω του εικόνες ζώων ή εικόνες που το θέμα τους έχει ληφθεί από την ίδια την ζωή· ὁ ζῳοφόρος (ενν. κύκλος), ζωδιακός κύκλος, σε Ανθ.