ἰσηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰσηγορία]], ιων. τ. ἰσηγορίη) [[ισήγορος]]<br />το [[δικαίωμα]] να μιλά [[κάποιος]] [[εξίσου]] με άλλον, [[ισότητα]] ως [[προς]] την [[έκφραση]] του λόγου, [[ελευθερία]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[ελευθερία]], [[ισότητα]] («ἰσηγορίη ἐστὶ [[χρῆμα]] σπουδαῑον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισονομία]], [[ισότητα]] δικαιωμάτων.
|mltxt=η (Α [[ἰσηγορία]], ιων. τ. ἰσηγορίη) [[ισήγορος]]<br />το [[δικαίωμα]] να μιλά [[κάποιος]] [[εξίσου]] με άλλον, [[ισότητα]] ως [[προς]] την [[έκφραση]] του λόγου, [[ελευθερία]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[ελευθερία]], [[ισότητα]] («ἰσηγορίη ἐστὶ [[χρῆμα]] σπουδαῖον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισονομία]], [[ισότητα]] δικαιωμάτων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσηγορία Medium diacritics: ἰσηγορία Low diacritics: ισηγορία Capitals: ΙΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: isēgoría Transliteration B: isēgoria Transliteration C: isigoria Beta Code: i)shgori/a

English (LSJ)

Ion. ἰσηγορίη, ἡ, A isegoria, equal right of speech, equality of all in freedom of speech, and generally, political equality, Hdt.5.78, Eup.291, X.Cyr.1.3.10, Zeno Stoic.1.54, Phld.Hom.p.20O., etc.; ἰ. καὶ ἐλευθερία D.21.124; ἰ. καὶ παρρησία Jul.Or.1.17b.

German (Pape)

[Seite 1263] ἡ, gleiche Freiheit, gleiche Berechtigung zu reden, bes. in Staats- u. Gerichtssachen zu sprechen u. mitzustimmen; Her. 5, 78; Xen. Ath. 1, 12; καὶ ἐλευθερία Dem. 21, 124; gilt immer als Zeichen der vollendeten Demokratie; Pol. 2, 38, 6. 7, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴση ἐλευθερία γλώσσης, παρρησία, καὶ καθόλου, ὡς τὸ ἰσονομία, ἰσότης, Ἡρόδ. 5. 78, Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· ἰσ. καὶ ἐλευθερία Δημ. 555. 16· ἴδε μετουσία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
liberté de parler égale pour tous ; égalité de droits dans un État démocratique.
Étymologie: ἴσος, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) ισήγορος
το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση του λόγου, ελευθερία του λόγου
αρχ.
1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῖον», Ηρόδ.)
2. ισονομία, ισότητα δικαιωμάτων.

Greek Monotonic

ἰσηγορία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀγορεύω), ισόνομη ελευθερία λόγου, παρρησία, και γενικά, ισονομία, ισότητα, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰσηγορία: ион. ἰσηγορίη ἡ равная для всех свобода слова, тж. всеобщее равноправие (ἰ. καὶ ἐλευθερία Dem.; ἰ. καὶ καθόλου δημοκρατία Polyb.; ἰσηγορίας ἀπόλαυσις Plut.): ἡ ἰ. ἐστὶ χρῆμα σπουδαῖον Her. равноправие - драгоценное достояние.

Middle Liddell

ἰσ-ηγορία, ἡ, ἀγορεύω
equal freedom of speech, equality, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

right of free speech, political equality

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)