ἐπανέχω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπανέχω]])<br /><b>1.</b> [[αναχαιτίζω]] [[κάτι]], [[συγκρατώ]] («τὰ οἰκεῑα [[πάθη]] καὶ πράγματα τοῑς δημοσίοις ἐπανέχων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέχω]] («[[ὑπεράνω]] τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῑχον χώραν δᾷδες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[θάρρος]], [[εφησυχάζω]], [[επαναπαύομαι]]<br /><b>4.</b> [[στέργω]], αρκούμαι σε [[κάτι]], ικανοποιούμαι<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[καταγίνομαι]], [[φροντίζω]].
|mltxt=(Α [[ἐπανέχω]])<br /><b>1.</b> [[αναχαιτίζω]] [[κάτι]], [[συγκρατώ]] («τὰ οἰκεῑα [[πάθη]] καὶ πράγματα τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέχω]] («[[ὑπεράνω]] τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῑχον χώραν δᾷδες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[θάρρος]], [[εφησυχάζω]], [[επαναπαύομαι]]<br /><b>4.</b> [[στέργω]], αρκούμαι σε [[κάτι]], ικανοποιούμαι<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[καταγίνομαι]], [[φροντίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανέχω Medium diacritics: ἐπανέχω Low diacritics: επανέχω Capitals: ΕΠΑΝΕΧΩ
Transliteration A: epanéchō Transliteration B: epanechō Transliteration C: epanecho Beta Code: e)pane/xw

English (LSJ)

A hold up, support, τὰ οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων Plu.Dem.22:—Med., take upon oneself, τὸν πρὸς Γέτας πόλεμον Anon. ap.Suid.s.v. ἐπανέσχετο. 2 hold, χώραν D.S.17.115. II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν), rest upon, ἐπὶ ταῖς ἐλπίσιν v.l. in D.19.51; to be contented with, τινί Alciphr.1.38; rely on, rest contented with, τοῖς βιβλίοις Artem.1.12; cf. ἐπαναπαύομαι. 2 c. dat., attend to, POxy.1033.6(iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 902] (s. ἔχω), 1) dabei, dazu in die Höhe halten, dabei einnehmen; δᾷδες τὴν δευτέραν χώραν D. Sic. 17, 115; ertragen, τὰ οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις, eigenes Leid noch außer dem öffentlichen ertragen, Plut. Dem. 22. – 2) Intr., ἐπὶ ταῖς παρ' ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν Dem. 19, 51, sich an die Hoffnung lauf die von euch zu leistende Hülfe) haltend; τοῖς παρ' ἡμῶν πεμπομένοις ἐπαν., sich damit begnügend, Alciphr. 1, 38; – τοῖς βιβλίοις, sich daran halten, darauf legen, Artemid. 1, 12; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανέχω: μέλλ. -έξω, ἀναχαιτίζω τι, κρατῶ αὐτὸ ὀπίσω χάριν ἄλλου, τὰ οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων Πλουτ. Δημ. 22, πρβλ. ἀνέχω Α. ΙΙ: ‒ Μέσ., ἀναλαμβάνω, «τόν... πόλεμον... ἐπανέσχετο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐπανέσχετο. 2) κατέχω, ὑπεράνω δὲ τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῖχον χώραν δᾷδες πεντεκαιδεκαπήχεις Διόδ. 17. 115. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπ. τοῦ ἑαυτόν), ἐπὶ ταῖς παρ᾿ ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν, ἐπιστηρίζοντες ἑαυτούς, δηλ. θαρροῦντες, ἐπαναπαυόμενοι, στέργοντες, Δημ. 357. 10· τοῖς παρ᾿ ἡμῶν γλίσχρως αὐτῇ πεμπομένοις ἐπανέχουσα, στέργουσα, μένουσα ηὐχαριστημένη, Ἀλκίφρων 1. 38. 2) (ἐξυπ. τὴν φρένα), προσηλώνω τὸν νοῦν μου, συγκεντρώνω τὰς σκέψεις μου εἴς τι, στηρίζομαι εἰς αὐτό, μὴ μόνον τοῖς βιβλίοις ἐπανέχειν Ἀρτεμίδ. 1. 12.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπανεῖχον;
supporter à la suite, càd en mettant au second plan : οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις ἐπ. PLUT subordonner ses malheurs privés aux affaires publiques.
Étymologie: ἐπί, ἀνέχω.

Greek Monolingual

ἐπανέχω)
1. αναχαιτίζω κάτι, συγκρατώ («τὰ οἰκεῑα πάθη καὶ πράγματα τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων», Πλούτ.)
2. κατέχωὑπεράνω τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῑχον χώραν δᾷδες», Διόδ.)
3. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, εφησυχάζω, επαναπαύομαι
4. στέργω, αρκούμαι σε κάτι, ικανοποιούμαι
5. (με δοτ.) καταγίνομαι, φροντίζω.

Greek Monotonic

ἐπανέχω: μέλ. -ανέξω, διακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανέχω: (impf. ἐπανεῖχον)
1) удерживать, сохранять (χώραν Diod.);
2) выдерживать, выносить: ἐ. τὰ οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις Plut. переносить личные невзгоды ради общественных интересов;
3) (sc. ἑαυτόν) полагаться: ἐπὶ ταῖς παρ᾽ ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν Dem. возлагающие на вас (все) свои надежды.

Middle Liddell

fut. -ανέξω
to hold up, support, Plut.