προσπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[πλέκω]], [[συμπλέκω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσπλέκομαι</i><br />α) (για φίδια) [[ζευγαρώνω]]<br />β) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[κάτι]] με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», <b>Στράβ.</b>)<br />β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον<br />γ) [[επιμένω]] σε μια [[συζήτηση]] ή σε ένα [[επιχείρημα]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[πλέκω]], [[συμπλέκω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσπλέκομαι</i><br />α) (για φίδια) [[ζευγαρώνω]]<br />β) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[κάτι]] με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῖς λεγομένοις», <b>Στράβ.</b>)<br />β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον<br />γ) [[επιμένω]] σε μια [[συζήτηση]] ή σε ένα [[επιχείρημα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλέκω Medium diacritics: προσπλέκω Low diacritics: προσπλέκω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΕΚΩ
Transliteration A: prosplékō Transliteration B: prosplekō Transliteration C: prospleko Beta Code: prosple/kw

English (LSJ)

A connect with, τινί τινα M.Ant.10.7; mix with a medicine, Archig. ap. Gal.12.645:—Pass., cling to, attach oneself or be attached to, Plb.5.60.7, Plu.2.796b; εἴδει ἑτέρῳ Dam.Pr.84; in hostile sense, attack, τῷ Διονύσῳ Arg.1 Ar.Ra.; fasten upon, in argument, λέξει Gal.1.176; to be mixed up with, μυθώδη τινὰ -πέπλεκται τοῖς λεγομένοις Str.1.1.10; of astrological relationship, Vett. Val.119.27.

German (Pape)

[Seite 778] daranknüpfen, damit verbinden, Sp. – Med., Pol. 5, 60, 7, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλέκω: συμπλέκω μετά τινος, σχετίζω, τινί τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 10. 7, Γαλην. - Παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, Πολύβ. 5. 60, 7· ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι εἴς τι, τινι Στράβ. 6, Πλούτ. 2. 796Α· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἔχις δὲ θερμὸς προσπλακεὶς τῇ συζύγῳ Φιλῆ στίχοι περὶ Ζῴων ἰδιότ. 70. 1.

French (Bailly abrégé)

nouer à, enlacer à ; joindre à;
Moy. προσπλέκομαι en venir aux mains avec, τινι.
Étymologie: πρός, πλέκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
πλέκω, συμπλέκω κάτι με κάτι άλλο
μσν.
παθ. προσπλέκομαι
α) (για φίδια) ζευγαρώνω
β) προσκολλώμαι σε κάτι
αρχ.
1. αναμιγνύω κάτι με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα
2. παθ. α) εμπλέκομαι σε κάτι («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῖς λεγομένοις», Στράβ.)
β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον
γ) επιμένω σε μια συζήτηση ή σε ένα επιχείρημα.

Greek Monotonic

προσπλέκω: -ξω, συνδέω μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, τινί, σε Στράβ.

Middle Liddell

ξω
to connect with:—Pass. to cling to, be implicated with, τινι Strab.