ἀνέγγυος: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέγγυος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, [[ἀβέβαιος]], ὥρη [[ἀνέγγυος]], ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· [[νόθος]] καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· [[οὕτως]], ἀν. ποιεῑν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. [[ὑπέγγυος]].
|lstext='''ἀνέγγυος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, [[ἀβέβαιος]], ὥρη [[ἀνέγγυος]], ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· [[νόθος]] καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· [[οὕτως]], ἀν. ποιεῖν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. [[ὑπέγγυος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:18, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγγυος Medium diacritics: ἀνέγγυος Low diacritics: ανέγγυος Capitals: ΑΝΕΓΓΥΟΣ
Transliteration A: anéngyos Transliteration B: anengyos Transliteration C: aneggyos Beta Code: a)ne/gguos

English (LSJ)

ον, A not vouched for, not accredited, ὤρη ἀ., of uncertain weather, Anacr.113; of an illegitimate child, νόθος καὶ ἀ. Pl.R.461b; γάμοι unhallowed, E.ap.Phot.p.128R.; of a woman, unbetrothed, unwedded, Plu.Caes.14, Comp.Thes.Rom.6, D.C.59.12, etc.; ἀ. ποιεῖν τὰς μίξεις D.H.2.24.

German (Pape)

[Seite 219] unverbürgt; ἡ, die nicht feierlich Verlobte, Plut. Caes. 14; καὶ ἀνέκδοτος mul. virt. p. 306; vgl. D. Hal. 2, 24. Von Kindern: aus einer nicht feierlich geschlossenen Ehe (ἀνέγγυος γάμος Poll.) gezeugt, unehelich, παῖς ἀν. καὶ νόθος Plat. Rep. V, 461 b; ἀνέγγυος καὶ σκότιος Plut. Thes. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγγυος: -ον, ὁ ἄνευ ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, ἀβέβαιος, ὥρη ἀνέγγυος, ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· νόθος καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· οὕτως, ἀν. ποιεῖν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. ὑπέγγυος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans caution, sans garantie, d’où
1 illégitime (enfant);
2 non fiancée (jeune fille, femme).
Étymologie: ἀ, ἔγγυος.

Spanish (DGE)

-ον
I que no ofrece garantías o seguridad ὥρη γάρ σε πέδησεν ἀνέγγυος Anacr.193.3, ἀνέγγυοι γάμοι bodas en las que no se ha ofrecido dote E.Fr.2 incertae sedis M.
II 1ilegítimo ἀνέγγυον ... παῖδα Pl.R.461b
fuera del matrimonio ἀνεγγύους ἐποίησαν ... τὰς ... μίξεις D.H.2.24, cf. Plu.2.249d.
2 de una mujer sin desposar ἀνέγγυοι θυγατέρες Plu.Rom.35, cf. Caes.14, D.C.59.12.1, Nonn.D.6.106.

Greek Monolingual

ἀνέγγυος, -ον (Α)
1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος
2. αφερέγγυος
3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο
4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγγύη «εγγύηση»].

Greek Monotonic

ἀνέγγυος: -ον (ἐγγύη), αυτός που δεν έχει εγγύηση, σε Πλάτ.· λέγεται για γυναίκα, άγαμος, ανύπανδρη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέγγυος:
1) недостоверный, неясный (ὥρη Anacr.);
2) внебрачный, незаконнорожденный (παῖς Plat.);
3) не состоящая в законном браке, необрученная (γυνή Plut.).

Middle Liddell

ἐγγύη
not accredited, Plat.; of a woman, unwedded, Plut.