θεωρώ: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ θεωρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[κοιτάζω]], [[θωρώ]], [[παρακολουθώ]] προσεκτικά με το [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]], [[φρονώ]], [[κρίνω]] (α. «τον [[θεωρώ]] αδελφό μου» β. «τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο για...»)<br /><b>2.</b> (για υπάλληλο) [[ελέγχω]] τη [[γνησιότητα]] εγγράφων<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] στις αρμόδιες αρχές για [[θεώρηση]] («[[θεωρώ]] το [[διαβατήριο]] μου»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[κείμενα]]) [[επιμελούμαι]] και [[εγκρίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[κατανοώ]] «[[μυστικώς]]», με την [[περισυλλογή]] και την [[ενόραση]] («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον | |mltxt=(ΑΜ θεωρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[κοιτάζω]], [[θωρώ]], [[παρακολουθώ]] προσεκτικά με το [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]], [[φρονώ]], [[κρίνω]] (α. «τον [[θεωρώ]] αδελφό μου» β. «τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο για...»)<br /><b>2.</b> (για υπάλληλο) [[ελέγχω]] τη [[γνησιότητα]] εγγράφων<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] στις αρμόδιες αρχές για [[θεώρηση]] («[[θεωρώ]] το [[διαβατήριο]] μου»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[κείμενα]]) [[επιμελούμαι]] και [[εγκρίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[κατανοώ]] «[[μυστικώς]]», με την [[περισυλλογή]] και την [[ενόραση]] («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῦμα θεωρεῖν», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[προσέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ηγέτη) [[επιθεωρώ]]<br /><b>2.</b> [[φιλοσοφώ]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[θεατής]] στο [[θέατρο]] ή σε αγώνες<br /><b>4.</b> [[φιλοσοφώ]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[θεωρός]] σε [[πανηγύρι]] ή σε αγώνες<br /><b>6.</b> [[αποστέλλω]] θεωρούς<br /><b>7.</b> [[πηγαίνω]] να ρωτήσω στο [[μαντείο]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>θεωροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />συγκρίνομαι, παραβάλλομαι<br /><b>9.</b> [[σκέπτομαι]], [[στοχάζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]]. Η σημασιολογική του [[εξέλιξη]] παράλλ. με την [[εξέλιξη]] της λ. [[θεωρία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ θεωρῶ, -έω)
1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα
2. εξετάζω, ερευνώ
νεοελλ.
1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τον θεωρώ αδελφό μου» β. «τον θεωρώ υπεύθυνο για...»)
2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων
3. προσκομίζω στις αρμόδιες αρχές για θεώρηση («θεωρώ το διαβατήριο μου»)
4. (σχετικά με κείμενα) επιμελούμαι και εγκρίνω
μσν.-αρχ.
1. συλλαμβάνω, κατανοώ «μυστικώς», με την περισυλλογή και την ενόραση («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῦμα θεωρεῖν», Κλήμ. Αλ.)
2. προσέχω
αρχ.
1. (για ηγέτη) επιθεωρώ
2. φιλοσοφώ
3. είμαι θεατής στο θέατρο ή σε αγώνες
4. φιλοσοφώ
5. είμαι θεωρός σε πανηγύρι ή σε αγώνες
6. αποστέλλω θεωρούς
7. πηγαίνω να ρωτήσω στο μαντείο
8. παθ. θεωροῦμαι, -έομαι
συγκρίνομαι, παραβάλλομαι
9. σκέπτομαι, στοχάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η σημασιολογική του εξέλιξη παράλλ. με την εξέλιξη της λ. θεωρία].