συντελώ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συντελῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α<br /><b>1.</b> [[συμβάλλω]], [[συντείνω]], [[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]], [[υποβοηθώ]] (α. «η [[ανεργία]] συντελεί στην [[αύξηση]] της εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συντελούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι στο [[γίγνεσθαι]], [[γίνομαι]] (α. «συντελούνται βαθιές αλλαγές» β. «τὰς συντελουμένας φάσεις», Πλωτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συντελεσμένος [[μέλλοντας]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[χρόνος]] που δηλώνει ότι η [[ενέργεια]] του ρήματος θα έχει ολοκληρωθεί σε μια δεδομένη [[στιγμή]] στο [[μέλλον]]<br />β) «συντελεσμένοι χρόνοι»<br /><b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]], ο [[υπερσυντέλικος]] και ο συντελεσμένος [[μέλλοντας]], αλλ. τετελεσμένοι χρόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[ολοκληρώνω]] από κοινού (α. «τὴν μὲν [[δαπάνη]] ν ἑξή [[κοντά]] τάλαντα συντελῇ», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «συντελεσθῆναι τὰς ναῡς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) [[εκπληρώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>3.</b> [[διαπράττω]]<br /><b>4.</b> [[συγκαλώ]] («τὰς [[συνόδους]] καὶ τὰ [[διαβούλια]] συντελεῖν ἐν κοινῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[ιερή]] [[τελετή]] ή εορτασμό) [[τελώ]] από κοινού<br /><b>6.</b> [[συνεισφέρω]] σε δημόσιες δαπάνες<br /><b>7.</b> (με δοτ.) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>8.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[ανήκω]] ή κατατάσσομαι σε μια φορολογική [[κατηγορία]] πολιτών («ἀλλ' εἰς τοὺς νόθους ἐκεῑ συντελεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[πόλη]]) [[είμαι]] φόρου [[υποτελής]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br /><b>10.</b> (με κακή σημ.) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>11.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[συνέρχομαι]] [[μαζί]] με άλλους για από κοινού [[τέλεση]] πράξης («διὸ καὶ τῶν νόθων εἰς τὸ [[Κυνόσαργες]] συντελούντων», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τελῶ</i> «[[τελειώνω]], [[επιτελώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])].
|mltxt=συντελῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α<br /><b>1.</b> [[συμβάλλω]], [[συντείνω]], [[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]], [[υποβοηθώ]] (α. «η [[ανεργία]] συντελεί στην [[αύξηση]] της εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συντελούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι στο [[γίγνεσθαι]], [[γίνομαι]] (α. «συντελούνται βαθιές αλλαγές» β. «τὰς συντελουμένας φάσεις», Πλωτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συντελεσμένος [[μέλλοντας]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[χρόνος]] που δηλώνει ότι η [[ενέργεια]] του ρήματος θα έχει ολοκληρωθεί σε μια δεδομένη [[στιγμή]] στο [[μέλλον]]<br />β) «συντελεσμένοι χρόνοι»<br /><b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]], ο [[υπερσυντέλικος]] και ο συντελεσμένος [[μέλλοντας]], αλλ. τετελεσμένοι χρόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[ολοκληρώνω]] από κοινού (α. «τὴν μὲν [[δαπάνη]] ν ἑξή [[κοντά]] τάλαντα συντελῇ», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «συντελεσθῆναι τὰς ναῡς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) [[εκπληρώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>3.</b> [[διαπράττω]]<br /><b>4.</b> [[συγκαλώ]] («τὰς [[συνόδους]] καὶ τὰ [[διαβούλια]] συντελεῖν ἐν κοινῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[ιερή]] [[τελετή]] ή εορτασμό) [[τελώ]] από κοινού<br /><b>6.</b> [[συνεισφέρω]] σε δημόσιες δαπάνες<br /><b>7.</b> (με δοτ.) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>8.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[ανήκω]] ή κατατάσσομαι σε μια φορολογική [[κατηγορία]] πολιτών («ἀλλ' εἰς τοὺς νόθους ἐκεῑ συντελεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[πόλη]]) [[είμαι]] φόρου [[υποτελής]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br /><b>10.</b> (με κακή σημ.) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>11.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[συνέρχομαι]] [[μαζί]] με άλλους για από κοινού [[τέλεση]] πράξης («διὸ καὶ τῶν νόθων εἰς τὸ [[Κυνόσαργες]] συντελούντων», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τελῶ</i> «[[τελειώνω]], [[επιτελώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])].
}}
}}

Revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

συντελῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α
1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση της εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῖν», Αριστοτ.)
2. (το παθ.) συντελούμαι, -έομαι
βρίσκομαι στο γίγνεσθαι, γίνομαι (α. «συντελούνται βαθιές αλλαγές» β. «τὰς συντελουμένας φάσεις», Πλωτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «συντελεσμένος μέλλοντας»
γραμμ. χρόνος που δηλώνει ότι η ενέργεια του ρήματος θα έχει ολοκληρωθεί σε μια δεδομένη στιγμή στο μέλλον
β) «συντελεσμένοι χρόνοι»
γραμμ. ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας, αλλ. τετελεσμένοι χρόνοι
αρχ.
1. αποπερατώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω από κοινού (α. «τὴν μὲν δαπάνη ν ἑξή κοντά τάλαντα συντελῇ», Δημοσθ.
β. «συντελεσθῆναι τὰς ναῡς», Πολ.)
2. (σχετικά με λόγο) εκπληρώνω, εκτελώ
3. διαπράττω
4. συγκαλώ («τὰς συνόδους καὶ τὰ διαβούλια συντελεῖν ἐν κοινῷ», Πολ.)
5. (σχετικά με ιερή τελετή ή εορτασμό) τελώ από κοινού
6. συνεισφέρω σε δημόσιες δαπάνες
7. (με δοτ.) είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος
8. (στην αρχ. Αθήνα) ανήκω ή κατατάσσομαι σε μια φορολογική κατηγορία πολιτών («ἀλλ' εἰς τοὺς νόθους ἐκεῑ συντελεῑ», Δημοσθ.)
9. (για πόλη) είμαι φόρου υποτελής μαζί με άλλη
10. (με κακή σημ.) καταστρέφω, αφανίζω
11. (αμτβ.) συνέρχομαι μαζί με άλλους για από κοινού τέλεση πράξης («διὸ καὶ τῶν νόθων εἰς τὸ Κυνόσαργες συντελούντων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τελῶ «τελειώνω, επιτελώ» (< τέλος)].