χοινικίς: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σχοινικίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, η [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων | |mltxt=και [[σχοινικίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, η [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν [[κάτωθεν]] γεγραμμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποδοκάκκης<br /><b>4.</b> [[κοίλωμα]] ή [[θήκη]] για τη [[στρόφιγγα]] θύρας<br /><b>5.</b> (στους καταπέλτες) το [[τμήμα]] του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές<br /><b>6.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων [[χειρουργία]] τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>7.</b> [[σπήλαιο]] σε βραχώδη [[ακτή]] («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας [[τινάς]] [[ὡσανεὶ]] βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῡσι χοινικίδας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χοινικίδες</i><br />οι αρθρώσεις τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖνιξ]], <i>χοίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:55, 27 March 2021
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A nave of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.Hipp.1234, Sch.Il.2.104. II a kind of trepan, Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126. III ring forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180. IV = χοῖνιξ 11, App.BC4.30. V cave in a rocky shore, Str.12.3.11. VI box or socket for the hinge of a door, IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287A102, al. (Delos, iii B. C.). VII axle-box, Hero Aut.11.2, Wilcken Chr.176.8 (i A. D.), cf. Hsch. s.v. χνόαι. VIII in torsion-engines, box or hub containing strands of gut, Ph.Bel.63.7, 60.3, Hero Bel.96.5. IX = χνόη 2, Hippiatr. 96.2, 117.
German (Pape)
[Seite 1362] ίδος, ἡ, = χοινίκη; χοινικίδες sind eiserne Reisen, auf welchen die Krone ruht, Dem. 22, 72, wie 24, 180 ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσι κάτωθεν γεγραμμένα. – Bei Strab. 12, 3,11 Höhlen im felsigen Ufer. – Bei App. B. C. 4, 30 eine Art Fußeisen.
Greek (Liddell-Scott)
χοινῐκίς: -ίδος, ής = χοινίκη, χνόη, Γαλην. ΙΙ. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 91· πρβλ. ὀρθοπρίων. ΙΙΙ. ὁ γῦρος τοῦ στεφάνου, Δημ. 616, 1., 756. 8. IV. = χοῖνιξ ΙΙ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 30. V. σπήλαιον ἐν πετρώδει ἀκτῇ, Στράβ. 542.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 écrou du moyeu;
2 morceau de bois percé, sorte d’entrave pour les esclaves;
3 cavité d’un rocher;
4 cercle de fer, formant le corps d’une couronne et enveloppant la tête d’une statue;
5 trépan de chirurgien.
Étymologie: χοῖνιξ.
Greek Monolingual
και σχοινικίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο της πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη
2. ο γύρος του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.)
3. είδος ποδοκάκκης
4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
5. (στους καταπέλτες) το τμήμα του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές
6. είδος χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων χειρουργία τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)
7. σπήλαιο σε βραχώδη ακτή («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας τινάς ὡσανεὶ βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῡσι χοινικίδας», Στράβ.)
8. στον πληθ. αἱ χοινικίδες
οι αρθρώσεις τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. -ις
(πρβλ. πινακ-ίς)].
Greek Monotonic
χοινῐκίς: -ίδος, ἡ (χοῖνιξ)·
I. ο κύκλος του στεφανιού, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χοινῐκίς: ίδος ἡ χοῖνιξ 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.).