επιφημίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφημίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[επευφημώ]], [[ζητωκραυγάζω]]<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] φήμες<br /><b>3.</b> [[ανακηρύσσω]] με βοή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] δυσοίωνες λέξεις για το [[μέλλον]], [[προφητεύω]] [[κακά]] («ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]], [[δίνω]] τον λόγο μου («κείνω παῑδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) [[αποδίδω]] σε κάποιον την [[αιτία]], [[ονομάζω]] κάποιον, [[κυρίως]] θεό, πρωταίτιο για [[κάτι]] («α. «ἐκάστη [[μοίρα]] θεὸν ἢ θεῶν παῑδα ἐπιφημίσαντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «θεοῑς... παῑδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] σε κάποιον όνομα [[παρανόμι]]<br /><b>5.</b> (με επεξηγηματικό απρμφ.) [[προσδιορίζω]] («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν [[εἶναι]] τῆς ταὐτοῦ φύσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[ισχυρίζομαι]], [[δηλώνω]], [[αναφέρω]] («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῦν
|mltxt=[[ἐπιφημίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[επευφημώ]], [[ζητωκραυγάζω]]<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] φήμες<br /><b>3.</b> [[ανακηρύσσω]] με βοή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] δυσοίωνες λέξεις για το [[μέλλον]], [[προφητεύω]] [[κακά]] («ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]], [[δίνω]] τον λόγο μου («κείνω παῑδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) [[αποδίδω]] σε κάποιον την [[αιτία]], [[ονομάζω]] κάποιον, [[κυρίως]] θεό, πρωταίτιο για [[κάτι]] («α. «ἐκάστη [[μοίρα]] θεὸν ἢ θεῶν παῑδα ἐπιφημίσαντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «θεοῑς... παῑδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] σε κάποιον όνομα [[παρανόμι]]<br /><b>5.</b> (με επεξηγηματικό απρμφ.) [[προσδιορίζω]] («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν [[εἶναι]] τῆς ταὐτοῦ φύσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[ισχυρίζομαι]], [[δηλώνω]], [[αναφέρω]] («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῦν[τὴν ἔλαφον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (στους πεζογράφους) [[αφιερώνω]] σε έναν θεό («τοὺς γενομένους [[τότε]] παῑδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φημίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]] <span style="color: red;"><</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»)].
[τὴν ἔλαφον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (στους πεζογράφους) [[αφιερώνω]] σε έναν θεό («τοὺς γενομένους [[τότε]] παῑδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φημίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]] <span style="color: red;"><</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»)].
}}
}}

Revision as of 14:45, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιφημίζω (AM)
μσν.
επευφημώ, ζητωκραυγάζω
2. διαδίδω φήμες
3. ανακηρύσσω με βοή
αρχ.
1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.)
2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω παῑδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», Ευρ.)
3. (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) αποδίδω σε κάποιον την αιτία, ονομάζω κάποιον, κυρίως θεό, πρωταίτιο για κάτι («α. «ἐκάστη μοίρα θεὸν ἢ θεῶν παῑδα ἐπιφημίσαντες», Πλάτ.
β. «θεοῑς... παῑδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)
4. δίνω σε κάποιον όνομα παρανόμι
5. (με επεξηγηματικό απρμφ.) προσδιορίζω («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως», Πλάτ.)
6. (με αιτ. και απρμφ.) ισχυρίζομαι, δηλώνω, αναφέρω («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῦν[τὴν ἔλαφον]», Πλούτ.)
7. (στους πεζογράφους) αφιερώνω σε έναν θεό («τοὺς γενομένους τότε παῑδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φημίζω (< φήμη < φημί «λέγω»)].