Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορθώνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(29)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) [[ορθός]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε όρθια [[θέση]] [[κάτι]] που έχει λοξή [[στάση]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορθώνομαι</i>, <i>ὀρθοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />σηκώνομαι και [[στέκομαι]] όρθιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η προστ. αορ.) <i>όρθωσον</i><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] που δίνεται [[προς]] τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα [[κουπιά]] [[προς]] [[απονομή]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθώνω]] το ανάστημά μου» — [[αντιμετωπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] περήφανα και θαρραλέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]], [[στήνω]] [[οικοδόμημα]] («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι [[βρέτας]] [[τρόπαιον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], [[ισιάζω]] («ὀρθοῡν τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[τροποποιώ]] [[κάτι]] [[προς]] το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[χρησιμοποιώ]] την ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]]<br />β) (για λόγο) [[είμαι]] [[αληθής]], [[ορθός]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[ευτυχώ]], [[ακμάζω]]<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὀρθούμενον</i><br />η [[επιτυχία]].
|mltxt=(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) [[ορθός]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε όρθια [[θέση]] [[κάτι]] που έχει λοξή [[στάση]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορθώνομαι</i>, <i>ὀρθοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />σηκώνομαι και [[στέκομαι]] όρθιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η προστ. αορ.) <i>όρθωσον</i><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] που δίνεται [[προς]] τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα [[κουπιά]] [[προς]] [[απονομή]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθώνω]] το ανάστημά μου» — [[αντιμετωπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] περήφανα και θαρραλέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]], [[στήνω]] [[οικοδόμημα]] («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι [[βρέτας]] [[τρόπαιον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], [[ισιάζω]] («ὀρθοῦν τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[τροποποιώ]] [[κάτι]] [[προς]] το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[χρησιμοποιώ]] την ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]]<br />β) (για λόγο) [[είμαι]] [[αληθής]], [[ορθός]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[ευτυχώ]], [[ακμάζω]]<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὀρθούμενον</i><br />η [[επιτυχία]].
}}
}}

Latest revision as of 16:03, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) ορθός
1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω
2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση
3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῦμαι, -όομαι
σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος
νεοελλ.
1. (η προστ. αορ.) όρθωσον
ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα κουπιά προς απονομή χαιρετισμού
2. φρ. «ορθώνω το ανάστημά μου» — αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι περήφανα και θαρραλέα
αρχ.
1. οικοδομώ, χτίζω, στήνω οικοδόμημα («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον», Ευρ.)
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
3. κάνω κάτι ευθύ, ισιάζω («ὀρθοῦν τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», Αριστοτ.)
4. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, τροποποιώ κάτι προς το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», Ηρόδ.)
5. τιμώ, δοξάζω
6. κατευθύνω
7. χρησιμοποιώ την ονομαστική πτώση
8. μέσ. α) επιτυγχάνω, κατορθώνω
β) (για λόγο) είμαι αληθής, ορθός
9. παθ. ευτυχώ, ακμάζω
10. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὀρθούμενον
η επιτυχία.