φοινικόεις: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - " , " to ", ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, -οῡσα, -οῦν | |mltxt=-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, -οῡσα, -οῦν, και ασυναίρ. ιων. τ. [[φοινίκεος]] (Ι), -έα, -ον, Α<br />(ποιητ.τ.)<br /><b>1.</b> [[πορφυρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για [[οίδημα]]) [[κόκκινος]] από το [[αίμα]] που περιέχει<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινίκεον</i><br />το πορφυρό [[χρώμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σύκινα φοινίκεα» — [[ποικιλία]] σύκων <b>πάπ.</b><br />β) «[[φοινίκεος]] [[χιτών]]» — [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που ήταν [[σημείο]] έναρξης της μάχης (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -[[οινικός]]<br />«πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | ||
, και ασυναίρ. ιων. τ. [[φοινίκεος]] (Ι), -έα, -ον, Α<br />(ποιητ.τ.)<br /><b>1.</b> [[πορφυρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για [[οίδημα]]) [[κόκκινος]] από το [[αίμα]] που περιέχει<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινίκεον</i><br />το πορφυρό [[χρώμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σύκινα φοινίκεα» — [[ποικιλία]] σύκων <b>πάπ.</b><br />β) «[[φοινίκεος]] [[χιτών]]» — [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που ήταν [[σημείο]] έναρξης της μάχης (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -[[οινικός]]<br />«πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:12, 27 March 2021
English (LSJ)
εσσα, εν, (A φοῖνιξ B. 1) = φοινίκεος, dark-red, purple or crimson, χλαῖνα Il.10.133, Od.14.500; ἡνία Hes.Sc.95; σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι red with blood, Il.23.717; αἵματι φοινικόεις Hes.Sc.194. [In Hom. and Hes. φοινικόεσσαι, -όεσσαν, -όεντα, must be pronounced as if contracted, cf. Nonn.D.41.352.]
German (Pape)
[Seite 1296] όεσσα, όεν, poet. statt φοινίκεος, purpurroth, dunkelroth; Il. 10, 133 Od. 14, 500. 21, 118; Hes. Sc. 95; αἵματι φοιν., mit Blut geröthet, Il. 23, 717; Hes. Sc. 194. [In diesen Stellen des Hom. u. des Hes. ist entweder ι des Verses wegen kurz gebraucht, oder, was wahrscheinlicher ist, die 3. und 4. Sylbe sind in eine zusammenzuziehen, vgl. Heine zu Il. 10, 133.]
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόεις: εσσα, εν, (φοῖνιξ Β. Ι), = φοινίκεος, ὁ ἔχων χρῶμα βαθὺ ἐρυθρόν, κοκκινοβαφής, χλαῖνα Ἰλ. Κ. 133, Ὀδ. Ξ. 500· ἡνία Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95· σμώδιγγες... αἵματι φοινικόεσσαι, οἰδήματα κόκκινα ἐκ τοῦ αἵματος, Ἰλ. Ψ. 717· αἵματι φοινικόεις Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 194 [Παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὰ φοινικόεσσαν, -όεντα, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς συνῃρημένα].
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. φοινίκεος.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, -οῡσα, -οῦν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), -έα, -ον, Α
(ποιητ.τ.)
1. πορφυρός
2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον
το πορφυρό χρώμα
4. φρ. α) «σύκινα φοινίκεα» — ποικιλία σύκων πάπ.
β) «φοινίκεος χιτών» — πορφυρός χιτώνας που ήταν σημείο έναρξης της μάχης (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οινικός
«πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
φοινῑκόεις: -εσσα, -εν (φοῖνιξ), = φοινίκειος, σκούρος κόκκινος, ερυθρός ή πορφυρός, σε Όμηρ., Ησίοδ. (Στους εξαμετ., το φοινικόεσσα, -όεντα, προφέρονται ως συνηρημένα).
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόεις: όεσσα, όεν Hom., Hes. = φοινίκεος.
Middle Liddell
φοινῑκόεις, εσσα, εν φοῖνιξ = φοινίκεος
dark-red, purple or crimson, Hom., Hes. [In hexam., φοινικόεσσαν, -όεντα, are pronounced as if contracted.]