Λάχεσις: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[Λάχεσις]], -εως και ιων. γεν. -ιος)<br />μία από τις [[τρεις]] Μοίρες, η οποία [[κατά]] την αρχαία [[αντίληψη]] διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την [[τύχη]] της ζωής του καθενός («[[Κλωθώ]] τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῑσι γεινομένοισι | |mltxt=η (Α [[Λάχεσις]], -εως και ιων. γεν. -ιος)<br />μία από τις [[τρεις]] Μοίρες, η οποία [[κατά]] την αρχαία [[αντίληψη]] διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την [[τύχη]] της ζωής του καθενός («[[Κλωθώ]] τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῑσι γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε», <b>Ησιόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεότητα]] της διανομής<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) ἡ [[λάχεσις]]<br />ο [[κλήρος]], η [[μοίρα]], η [[τύχη]], ο [[προορισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>- (πρβλ. <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λαγχάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εσις</i>, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>νέμ</i>-<i>εσις</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:03, 28 March 2021
English (LSJ)
[ᾰ], εως, Ion. ιος, ἡ, (λαχεῖν) Lachesis, one of the three Fates, A Disposer of lots, Hes.Th.218, Sc.258, Pi.O.7.64, etc.; as the goddess of distribution, Plu.2.644a, cf. Arist.Mu.401b20. II as Appellat., lot, destiny, Bacis ap. Hdt.9.43: pl., Μοιρῶν Λαχέσεων IG 5(1).602.8 (Sparta, iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
Λάχεσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ: (λᾰχεῖν)· - μία τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἡ διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων, Ἡσ. Θ. 218, Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, Πινδ. Ο. 7. 118, κτλ.· ὡς θεότης τῆς διανομῆς, Πλούτ. 2. 644Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 6· ἴδε ἐν λέξ. Κλωθώ. ΙΙ. ὡς προσηγορ., κλῆρος, μοῖρα, προορισμός, Βάκις παρ’ Ἡροδ. 9. 43· καὶ ἐν τῷ πληθ. Μοιρῶν λαχέσεων Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.
French (Bailly abrégé)
εως, ion. -ιος (ἡ) :
Lachésis, l’une des trois Parques.
Étymologie: v. λάχεσις.
English (Slater)
Λᾰχεσις
1 she who allots, one of the Moirai. ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα (sc. Ἀέλιος) χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (cf. λάχος v. 58) (O. 7.64) πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομάτων Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις at the birth of Apollo and Artemis (Pae. 12.17)
Greek Monolingual
η (Α Λάχεσις, -εως και ιων. γεν. -ιος)
μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την τύχη της ζωής του καθενός («Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῑσι γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε», Ησιόδ.)
αρχ.
1. θεότητα της διανομής
2. (ως προσηγορικό) ἡ λάχεσις
ο κλήρος, η μοίρα, η τύχη, ο προορισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. λαχ- (πρβλ. ἔ-λαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + επίθημα -εσις, κατά το πρότυπο του νέμ-εσις].
Greek Monotonic
Λάχεσις: [ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), μία από τις τρεις Μοίρες, αυτή που μοιράζει τους κλήρους των ανθρώπων, σε Ησίοδ., Πίνδ.· βλ. Κλωθώ.
II. λάχεσις, ἡ, ως προσηγορικό, κλήρος, μοίρα, προορισμός, παρ' Ηροδ.
Russian (Dvoretsky)
Λάχεσις: εως, ион. ιος ἡ Лахесис (вторая из трех Μοῖραι, определявшая судьбу каждого человека) Hes.
Middle Liddell
Λάχεσις, εως [λᾰχεῖν]
I. Lachesis, disposer of lots, one of the three Fates, Hes., Pind.; v. Κλωθώ.
II. λάχεσις, ιος, as appellative, lot, destiny, ap. Hdt.