ἀνάριθμος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάριθμος''': [ᾰ], ποιητ. [[ἀνήριθμος]], ον, [[ἀναρίθμητος]], «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. [[γέλασμα]])· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: [[μετὰ]] γεν., [[ἀνάριθμος]] ὧδε θρήνων, [[ἄμετρος]] [[οὕτως]] εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν [[ἀνήριθμος]] (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), [[ἄνευ]] ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν [[πόλις]] [[ἀνάριθμος]] ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· [[ἀλλά]], χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· [[ἁπλῶς]] ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
|lstext='''ἀνάριθμος''': [ᾰ], ποιητ. [[ἀνήριθμος]], ον, [[ἀναρίθμητος]], «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. [[γέλασμα]])· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: μετὰ γεν., [[ἀνάριθμος]] ὧδε θρήνων, [[ἄμετρος]] [[οὕτως]] εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν [[ἀνήριθμος]] (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), [[ἄνευ]] ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν [[πόλις]] [[ἀνάριθμος]] ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· [[ἀλλά]], χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· [[ἁπλῶς]] ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰριθμος Medium diacritics: ἀνάριθμος Low diacritics: ανάριθμος Capitals: ΑΝΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: anárithmos Transliteration B: anarithmos Transliteration C: anarithmos Beta Code: a)na/riqmos

English (LSJ)

[ᾰρ], poet. ἀνήριθμος, ον, A without number, countless, Sapph.Supp.20.10, Pi.I.5(4).50; κυμάτων ἀ. γέλασμα A.Pr.90; πλῆθος ἀνάριθμοι Id.Pers.40: c. gen., ἀ. ὧδε θρήνων without count or measure in lamentations, S.El.232; μηνῶν ἀ. (Herm. for μήλων) without count of months, Id.Aj.604 (lyr.); ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται by [the loss of] countless hosts of them... Id.OT179; χρόνον . . ἡμερῶν ἀνήριθμον Id.Tr.247. II without number, i. e. having no assigned number, Plot.6.6.11. 2 not numerable, Dam.Pr.117. [ἀνᾰρῑθμος Sapph. l. c., A.Pers.40 (lyr.); ἀνᾰρῐθμος in E.Ba.1335 (iamb.). S. has ἀνᾰρῐθμος in lyr., OT167,179, El.232. S. also uses ἀνήρῐθμος in lyr., Aj.604: Theoc. has ἀνᾱριθμος 15.45, but ἀνᾰριθμος 16.90.]

German (Pape)

[Seite 205] 1) zahllos, unzählig, ἄνδρες Pind. I. 4, 56; πλῆθος Aesch. Pers. 40; πήματα, πόλις, Soph. O. R. 168. 179; θρήνων, nicht Maaß haltend im Klagen, El. 225. Bei Xen. Cyr. 7, 4, 17 hat ein guter cod. ἀναρίθμητος, s. auch ἀνήριθμος. – 2) nicht gezählt, nichtberüchsichtigt, nicht geachtet, s. Erkl. zu Soph. Ai. 597.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάριθμος: [ᾰ], ποιητ. ἀνήριθμος, ον, ἀναρίθμητος, «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. γέλασμα)· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: μετὰ γεν., ἀνάριθμος ὧδε θρήνων, ἄμετρος οὕτως εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν ἀνήριθμος (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), ἄνευ ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· ἀλλά, χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· ἁπλῶς ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. ὡσαύτως μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
innombrable, immense ; ἀνάριθμος θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.
Étymologie: ἀ, ἀριθμός.

English (Slater)

ἀνᾰρῐθμος
   1 countless ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ (I. 5.50)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: métr. ᾰνᾰ-, pero poét. ᾰνη- A.Pr.90, S.Ai.604, Nonn.D.4.276, ἀνᾱ- Theoc.15.45
I 1innumerable, incontable, infinito ποτήρια Sapph.44.10, ἄνδρες Pi.I.5.50, μύρμακες ἀ. καὶ ἄμετροι Theoc.15.45, διαφοραί Arist.Fr.208, στράτευμα E.Ba.1335, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα la innúmera sonrisa de las olas A.Pr.90
c. ac. de rel. ἐρέται δεινοὶ πλῆθός τ' ἀνάριθμοι A.Pers.40, ἀνηρίθμων ἴτυν ἄστρων Nonn.D.4.276
c. gen. χρόνον ... ἡμερῶν ἀνήριθμον un tiempo ... sin cuenta de días S.Tr.247, χρόνος ... μηνῶν ἀνήριθμος S.Ai.604, οὐδέ ποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι ἀνάριθμος ὧδε θρήνων no veré nunca el fin de mis dolores, yo que tengo tema de lamentos sin fin S.El.232
en uso predic. πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται la ciudad muere en número infinito S.OT 179.
2 que no admite el número ἀ. καὶ ἄλογον sin medida ni proporción Plot.6.6.11, cf. Dam.Pr.117.
II adv. -ως en todos los sentidos Epiph.Const.Exp.Fid.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάριθμος, -ον και ποιητ. ἀνήριθμος, -ον) αριθμός
1. αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος
2. αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί
αρχ.
1. ο δίχως μέτρο, δίχως όριο
2. ο μη υπολογίσιμος, ασήμαντος.

Greek Monotonic

ἀνάριθμος: [ᾰ], ποιητ. ἀν-ήρῐθμος, -ον, αυτός που δεν έχει αριθμό, αμέτρητος, αναρίθμητος, σε Σαπφώ, σε Τραγ.· με γεν., ἀνάριθμος θρήνων, αμέτρητος αριθμός σε θρήνους, σε Σοφ.· μηνῶν ἀνήριθμος, χωρίς συγκεκριμένο αριθμό μηνών, στον ίδ.· πόλιςἀνάριθμος = πολῖται ἀνάριθμοι, στον ίδ.

Middle Liddell


without number, countless, numberless, Sapph., Trag.: c. gen., ἀνάριθμος θρήνων without measure in lamentations, Soph.; μηνῶν ἀνήριθμος without count of months, Soph.; πόλις ἀνάριθμος = πολῖται ἀνάριθμοι, Soph.

English (Woodhouse)

countless, unnumbered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)