ὑπεκχωρέω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεκχωρέω''': [[ἀπομακρύνομαι]] ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ [[ἀπαρατήρητος]], ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― | |lstext='''ὑπεκχωρέω''': [[ἀπομακρύνομαι]] ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ [[ἀπαρατήρητος]], ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― μετὰ δοτ. προσ., ἀποσύρομαι καὶ παραχωρῶ τὴν θέσιν μου εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103D· ὑπ. τῷ θανάτῳ, δίδω τόπον εἰς τὸν θάνατον, [[ὅθεν]] [[ἐκφεύγω]] αὐτόν, [[αὐτόθι]] 106Ε. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
A withdraw, retire, (sc. ἐκ τῆς Ἀττικῆς) Hdt.9.13,14; ὑ. τοῦ βίου Pl.Lg.785b: c. dat., retire and give place to another, Id.Phd.103d; ὑ. τῷ θανάτῳ make way for death, and so escape, ib. 106e. 2 to be purged, ἐπὴν φάρμακόν τις πιὼν κάτω καὶ ἄνω ὑπεκχωρέῃ Hp.Loc.Hom.33.
German (Pape)
[Seite 1187] von unten heraus od. heimlich weggehen, weichen; ἐκ τῆς Ἀττικῆς Her. 9, 13. 14; καὶ φεύγειν Plat. Phaed. 102 d, u. öfter; auch τοὺς ὑπεκχωροῦντας τοῦ βίου, die Abscheidenden, Legg. VI, 785 b; – durch den Stuhlgang weggehen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκχωρέω: ἀπομακρύνομαι ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ ἀπαρατήρητος, ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― μετὰ δοτ. προσ., ἀποσύρομαι καὶ παραχωρῶ τὴν θέσιν μου εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103D· ὑπ. τῷ θανάτῳ, δίδω τόπον εἰς τὸν θάνατον, ὅθεν ἐκφεύγω αὐτόν, αὐτόθι 106Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 s’éloigner un peu ou doucement;
2 p. ext. se retirer, s’éloigner de, gén. ; ὑπ. τῷ θανάτῳ PLAT reculer devant la mort, se soustraire à la mort ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn, céder sa place à qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκχωρέω.
Greek Monotonic
ὑπεκχωρέω: μέλ. -ήσω, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι αργά ή απαρατήρητος, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, αποχωρώ και παραδίδω, εκχωρώ τη θέση μου σε κάποιον άλλο, σε Πλάτ.· ὑπεκχωρέω τῷ θανάτῳ, δίνω τόπο στον θάνατο, δηλ. ξεφεύγω απ' αυτόν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκχωρέω: уходить, отступать Her., Plut.: οἱ ὑπεκχωροῦντες τοῦ βίου Plat. уходящие из жизни, умирающие; ὑ. τινι Plat. отступать перед кем(чем)-л., уступать место кому(чему)-л., тж. уходить от кого(чего)-л.
Middle Liddell
fut. ήσω
to withdraw or retire slowly or unnoticed, Hdt.:—c. dat. pers. to retire and give place to another, Plat.; ὑπ. τῷ θανάτῳ to make way for death, i. e. to escape it, Plat.