ἡδυμελής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idymelis
|Transliteration C=idymelis
|Beta Code=h(dumelh/s
|Beta Code=h(dumelh/s
|Definition=Dor. ἁδ-, Aeol. ἀδ-, ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweet-singing]], χελιδοῖ <span class="bibl">Anacr.67</span>, cf. Sapph.122 (Comp.), <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.25</span>; [[sweet-sounding]], ξόανα <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>238</span>, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια σῦριγξ <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>29.287</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ἁδυμελής]], Aeol. [[ἀδυμελής]], ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweet-singing]], χελιδοῖ <span class="bibl">Anacr.67</span>, cf. Sapph.122 (Comp.), <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.25</span>; [[sweet-sounding]], ξόανα <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>238</span>, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια [[σῦριγξ]] <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>29.287</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:13, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠμελής Medium diacritics: ἡδυμελής Low diacritics: ηδυμελής Capitals: ΗΔΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: hēdymelḗs Transliteration B: hēdymelēs Transliteration C: idymelis Beta Code: h(dumelh/s

English (LSJ)

Dor. ἁδυμελής, Aeol. ἀδυμελής, ές, A sweet-singing, χελιδοῖ Anacr.67, cf. Sapph.122 (Comp.), Pi.N.2.25; sweet-sounding, ξόανα S.Fr.238, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια σῦριγξ Nonn.D.29.287.

German (Pape)

[Seite 1153] ές, angenehm singend; ἀηδών Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, φόρμιγξ Pind. Ol. 7, 11, φωνή, ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυμελής: Δωρ. ἁδυμ-, ές, ἡδέως, ᾄδων, γλυκύφθογγος, Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux chants agréables.
Étymologie: ἡδύς, μέλος II.

Greek Monolingual

-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμ-μελής, θελξι-μελής].

Greek Monotonic

ἡδυμελής: (μέλος), Δωρ. ἁδυ-μ-, -ές, γλυκόφθογγος, αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠμελής: дор. ἁδυμελής 2 (ᾱ) издающий сладкие звуки, сладко поющий (ἀηδών Arph.; φόρμιγξ Pind.; Μοῦσαι Anth.).

Middle Liddell

μέλος
sweet-strained, sweet-singing, Pind.