ἀρατός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "blest" to "blessed") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ép. [[ἀρητός]] <i>Il</i>.17.37, 24.741; pero ἄρητος <i>Ath.Mitt</i>.27.1902.311.18 (Edesa), Hsch.s.u. [[Ἄρητος]]<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [lesb. ᾰρ-; jón.-ép. ᾱρ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. fem. lesb. ἀράταν Sapph.17.3]<br /><b class="num">I</b> en sent. positivo<br /><b class="num">1</b> de dioses [[que atiende a las plegarias]], [[propicio]] de Hera, Sapph.l.c., epít. de Heracles en Macedonia <i>Ath.Mitt</i>.l.c., Hsch., en boca de Heracles dirigiéndose al rey Tiodamas μέγ' ἀρητέ Call.<i>Fr</i>.24.9.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[propicio]], [[agradable]] ἀ. καὶ σωτήριος ... γνώμη <i>SIG</i> 656.17 (Abdera II a.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[de buena gana]] ἡ δ' ἀρητὸν ἄλης ἀπεπαύσατο λυγρῆς Call.<i>Del</i>.205.<br /><b class="num">II</b> en sent. neg. [[que atrae la maldición]], [[de maldición]] ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι [[γόον]] ... ἔθηκας has impuesto a los padres el gemido de maldición</i>, <i>Il</i>.17.37, cf. 24.741, ἀρατὸν [[ἕλκος]] S.<i>Ant</i>.972, μόρος Q.S.11.120, cf. <i>EM</i> 140.41G., Eust.1093.60. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:35, 20 July 2021
English (LSJ)
Ion. ἀρητός, ή, όν, (ἀράομαι) A prayed against, accursed, ἀρητὸς γόος Il.17.37, 24.741; ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972 (lyr.). II prayed for, desirable, Sapph.Supp.6.3; ἀ. καὶ σωτήριος γνώμη SIG656.17 (Abdera): hence Ἄρητος, Ἀρήτη, as pr.nn., the Prayed-for, Hom.: later Ἄρᾱτος. [ᾱρ Ep., ᾰρ Att.]
German (Pape)
[Seite 344] ion. ἀρητός, gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. καταράσιμος, Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν γόον, heillos, v. l. ἄρρητον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρατός: Ἰων. ἀρητός, ἡ, όν, (ἀράομαι) κατηραμένος, βλαπτικός, κατάρατος, ἀρατόν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 (ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν ἕλκος Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ οὗ ηὔξατό τις, ὅθεν Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.].
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on doit maudire, maudit.
Étymologie: ἀράομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): jón. ép. ἀρητός Il.17.37, 24.741; pero ἄρητος Ath.Mitt.27.1902.311.18 (Edesa), Hsch.s.u. Ἄρητος
• Prosodia: [lesb. ᾰρ-; jón.-ép. ᾱρ-]
• Morfología: [ac. fem. lesb. ἀράταν Sapph.17.3]
I en sent. positivo
1 de dioses que atiende a las plegarias, propicio de Hera, Sapph.l.c., epít. de Heracles en Macedonia Ath.Mitt.l.c., Hsch., en boca de Heracles dirigiéndose al rey Tiodamas μέγ' ἀρητέ Call.Fr.24.9.
2 de abstr. propicio, agradable ἀ. καὶ σωτήριος ... γνώμη SIG 656.17 (Abdera II a.C.)
•neutr. como adv. de buena gana ἡ δ' ἀρητὸν ἄλης ἀπεπαύσατο λυγρῆς Call.Del.205.
II en sent. neg. que atrae la maldición, de maldición ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον ... ἔθηκας has impuesto a los padres el gemido de maldición, Il.17.37, cf. 24.741, ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972, μόρος Q.S.11.120, cf. EM 140.41G., Eust.1093.60.
Greek Monolingual
-η, -ο
αόρατος, άφαντος («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (προστ.) άρατε του (αρχ. ρ.) αίρω, από την εκκλ. φρ. άρατε πύλας ή άρατος < αόρατος].
ἀρατός, -ή, -όν (Α) αρά
1. καταραμένος, επάρατος
2. αυτός για χάρη του οποίου εύχεται κάποιος, επιθυμητός.
Greek Monotonic
ἀρᾱτός: Ιων. ἀρητός, -ή, -όν (ἀράομαι),
I. καταραμένος, επικαράτατος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. αυτός για τον οποίο ευχήθηκε ή προσευχήθηκε κάποιος· εξού, Ἄρητος, Ἀρήτη (με διαφοροποιημένο τονισμό) ως κύριο όνομα, αυτός για τον οποίον απευθύνθηκαν παρακλήσεις, όπως το Εβραϊκό κύριο όνομα Σαμουήλ, σε Όμηρ. [ᾱρ-, σε Επικ. ᾰρ-, σε Αττ.].
Russian (Dvoretsky)
ἀρᾱτός: эп.-ион. ἀρητός 3 проклятый, страшный (γόος Hom. - v. l. ἄρρητος; ἕλκος Soph. - v. l. ἀραχθέν).
Middle Liddell
ἀράομαι [ᾱρ- epic, αρ- attic
I. accursed, unblessed, Il., Soph.
II. prayed for: hence Ἄρητος, Ἀρήτη, (with changed accent), as prop. n., the prayed-for, like the Hebrew Samuel, Hom.