πρᾶσις: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prasis
|Transliteration C=prasis
|Beta Code=pra=sis
|Beta Code=pra=sis
|Definition=εως, Ion. πρῆσις, ιος, <span class="title">Schwyzer</span> 688<span class="title">C</span>6 (Chios, v B.C.), Hdt. (v. infr.), ἡ: (πέρνημι):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sale]], ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται <span class="bibl">Hdt.1.153</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>909</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>223d</span>; <b class="b3">ἐπὶ πρήσι</b> for [[sale]], <span class="bibl">Hdt.4.17</span>; κατὰ πρᾶσιν <span class="bibl">Hermipp.63.15</span>; πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος <span class="bibl">Aeschin.1.115</span>; εὑρεῖν π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>567</span>; π. αἰτεῖν <span class="bibl">Eup.225</span>: pl., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1291a5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of legal documents, [[contract for farming of taxes]], [[sale]], etc., <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 55.16</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>95.13</span> (ii A.D.), etc.</span>
|Definition=εως, Ion. [[πρῆσις]], ιος, <span class="title">Schwyzer</span> 688<span class="title">C</span>6 (Chios, v B.C.), Hdt. (v. infr.), ἡ: ([[πέρνημι]]):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sale]], ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται <span class="bibl">Hdt.1.153</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>909</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>223d</span>; <b class="b3">ἐπὶ πρήσι</b> for [[sale]], <span class="bibl">Hdt.4.17</span>; κατὰ πρᾶσιν <span class="bibl">Hermipp.63.15</span>; πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος <span class="bibl">Aeschin.1.115</span>; [[εὑρεῖν]] π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>567</span>; π. αἰτεῖν <span class="bibl">Eup.225</span>: pl., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1291a5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of [[legal]] documents, [[contract]] for [[farming]] of [[tax]]es, [[sale]], etc., <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 55.16</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>95.13</span> (ii A.D.), etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρᾶσις -εως, ἡ, Ion. πρῆσις [πιπράσκω] verkoop.
|elnltext=πρᾶσις -εως, ἡ, Ion. πρῆσις [πιπράσκω] verkoop.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 08:52, 12 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾶσις Medium diacritics: πρᾶσις Low diacritics: πράσις Capitals: ΠΡΑΣΙΣ
Transliteration A: prâsis Transliteration B: prasis Transliteration C: prasis Beta Code: pra=sis

English (LSJ)

εως, Ion. πρῆσις, ιος, Schwyzer 688C6 (Chios, v B.C.), Hdt. (v. infr.), ἡ: (πέρνημι):—A sale, ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται Hdt.1.153, cf. S.Fr.909, Pl.Sph.223d; ἐπὶ πρήσι for sale, Hdt.4.17; κατὰ πρᾶσιν Hermipp.63.15; πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.115; εὑρεῖν π. Ar.Fr.567; π. αἰτεῖν Eup.225: pl., Arist.Pol.1291a5. II of legal documents, contract for farming of taxes, sale, etc., PRev.Laws 55.16 (iii B.C.), POxy.95.13 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 694] ἡ, ion. πρῆσις, das Verkaufen; ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾶσιν, Soph. frg. 756; Her. 1, 153. 4, 17; τῶν σιτίων καὶ ποτῶν, Plat. Soph. 224 a u. öfter; Ggstz ὠνή, ibd. 223 d; πρᾶσιν ποιεῖσθαι, verkaufen, Legg. VIII, 849 b, wie Aesch.. 1, 115; πρᾶσιν αἰτεῖσθαι, von Sklaven gesagt, die verkauft zu werden verlangen, Plut. Thes. 36; Luc. D. D. 27, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾶσις: -εως, Ἰων. πρῆσις, ιος, ἡ· (πιπράσκω)· ― πώλησις, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ἰων.) χρέονται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 756, Πλάτ. Σοφιστ. 223D· ἐπὶ πρήσι, πρὸς πώλησιν, Ἡρόδ. 4. 17· κατὰ πρᾶσιν Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 15· πρᾶσιν ἀγῶνος ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 16. 22· εὑρεῖν πρ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 477· πρ. αἰτεῖν Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 33· ― πληθ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vente.
Étymologie: πιπράσκω.

Greek Monolingual

-εως, και ιων. τ. πρῆσις, -ιος, ΝΑ
φρ. «πρᾱσις ἐπὶ λύσει»
(αττ. δίκ.) τύπος εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης κατά τη σύναψη δανείου από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή, κατά τον οποίο ο δανειστής γινόταν αμέσως κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου συνήθως ακινήτου, που του προσφερόταν ως εγγύηση από τον δανειζόμενο υπό μορφή πώλησης ωσότου εξοφληθεί το χρέος
αρχ.
1. πώληση («ὠνί τε καὶ πρήσι χρέονται», Ηρόδ.)
2. (σε νομικά έγγραφα) συμβόλαιο προς μίσθωση φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω)].

Greek Monotonic

πρᾶσις: -εως, Ιων. πρῆσις, -ιος, ἡ (πι-πράσκω), πώληση, εμπόρευμα, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ιων. δοτ.) χρέωνται, σε Ηρόδ.· ἐπὶ πρήσι, προς πώληση, στον ίδ.· πρᾶσιν ποιεῖσθαι, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

πρᾶσις: ион. πρῆσις, εως ἡ продажа: ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέεσθαι Her. совершать куплю и продажу; ἐπὶ πρήσι Her. для продажи; πρᾶσιν ποιεῖσθαι Plat. совершать продажу, продавать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρᾶσις -εως, ἡ, Ion. πρῆσις [πιπράσκω] verkoop.

Middle Liddell

πρᾶσις, εως, πιπράσκω
a selling, sale, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (ionic dat.) χρέονται Hdt.; ἐπὶ πρήσι for sale, Hdt.; πρᾶσιν ποιεῖσθαι Aeschin.

English (Woodhouse)

selling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)