βουγάϊος: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουγάϊος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (σκωπτικά στην [[κλητική]]) <i>βουγάϊε</i><br />θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά<br /><b>2.</b> [[αδρανής]]<br /><b>3.</b> [[βραδύνους]], [[χοντροκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το α' συνθετικό της λ. [[βουγάϊος]] [[είναι]] <i>βου</i>- επιτατικό ( | |mltxt=[[βουγάϊος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (σκωπτικά στην [[κλητική]]) <i>βουγάϊε</i><br />θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά<br /><b>2.</b> [[αδρανής]]<br /><b>3.</b> [[βραδύνους]], [[χοντροκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το α' συνθετικό της λ. [[βουγάϊος]] [[είναι]] <i>βου</i>- επιτατικό ([[πρβλ]]. [[βούβρωστις]], [[βουκόρυζα]] <b>κ.ά.</b>), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[γαίω]] «[[είμαι]] [[περήφανος]], [[καμαρώνω]]», που απαντά [[κυρίως]] στη μτχ. <i>γαίων</i>. Η [[υπόθεση]] ότι το ᾱ στο -<i>γάϊε</i> (από την κλητ. <i>βουγάϊε</i>) [[είναι]] αιολικό, δηλ. -<i>γắϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γᾱFιε</i>, ή ότι προήλθε από [[μετρική]] [[έκταση]] [[είναι]] αμφίβολη. Προτιμότερο [[είναι]] να θεωρηθεί ότι -<i>γάϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γαι</i>-<i>ϊε</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:25, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, (γαίω) A bully, braggart, only voc. as term of reproach, Il.13.824, Od.18.79; applied to those who lived on milk in Dulichion and Same, Nic.Fr.131.
German (Pape)
[Seite 455] der sich übermäßig freuet (γαίω), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, μήτε γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος βουγήιε διὰ τοῦ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, τάχα ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ, (γαίω) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς ἐπίπληξις, Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: βου-, γαίω.
English (Autenrieth)
braggart, bully; a term of reproach, Il. 13.824, Od. 18.79.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 fanfarrón Αἶαν ... βουγάϊε Il.13.824, cf. Od.18.79.
2 que vive de las vacas Nic.Fr.131.
3 buey de labor Apollon.Lex.828.
• Etimología: Forma comp. de βου- prefijo aumentativo y -γάϊος de la r. *geHu̯2- ‘alegrarse’ para sent. 1. En el caso del sent. 2 hay que pensar en un primer elemento βου- de *gu̯ōus ‘vaca’ y un -γᾱιος rel. γῆ y γαῖα q.u.
Greek Monolingual
βουγάϊος, ο (Α)
1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε
θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά
2. αδρανής
3. βραδύνους, χοντροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α' συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου- επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. γαίω «είμαι περήφανος, καμαρώνω», που απαντά κυρίως στη μτχ. γαίων. Η υπόθεση ότι το ᾱ στο -γάϊε (από την κλητ. βουγάϊε) είναι αιολικό, δηλ. -γắϊε < -γᾱFιε, ή ότι προήλθε από μετρική έκταση είναι αμφίβολη. Προτιμότερο είναι να θεωρηθεί ότι -γάϊε < -γαι-ϊε].
Greek Monotonic
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ (γαίω), ο υπερβολικά καυχησιάρης, νταής ή φωνακλάς· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως επίπληξη, βουγάϊε, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
βουγάϊος: ὁ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut.