γαλάντης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(7) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γαλάντες και γκαλάντης, ο<br /><b>1.</b> [[κομψός]], [[ευγενικός]] στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> [[γαλαντόμος]], [[γενναιόδωρος]]<br /><b>3.</b> [[αγαπητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>galante</i> «[[γενναιόδωρος]]» ( | |mltxt=και γαλάντες και γκαλάντης, ο<br /><b>1.</b> [[κομψός]], [[ευγενικός]] στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> [[γαλαντόμος]], [[γενναιόδωρος]]<br /><b>3.</b> [[αγαπητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>galante</i> «[[γενναιόδωρος]]» ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>galant</i> «[[φιλόφρων]], [[ιπποτικός]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:31, 23 August 2021
Greek Monolingual
και γαλάντες και γκαλάντης, ο
1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά
2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος
3. αγαπητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)].