ιδρώτας: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(17) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ίδρωτας]] και [[ίδρος]], ο (ΑΜ [[ἱδρώς]], -ῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και [[ἱδρώς]], ἡ)<br /> <b>1.</b> άχρωμο [[υγρό]] με αλμυρή [[γεύση]] και δυσάρεστη [[οσμή]] που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κόπος]], [[μόχθος]] (α. «με τον [[ιδρώτα]] του προσώπου μου» ή «με τον [[ιδρώτα]] μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου<br /> β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> «τόν έκοψε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» ή «τόν περιέλουσε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[καθετί]] που αποκτάται με κόπο, με μόχθο<br /> <b>2.</b> ο [[χυμός]] που εκβάλλει το [[δένδρο]], η [[ρητίνη]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE <i>swid</i>-<i>r</i>- «[[ιδρώτας]]» (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>sweid</i>- «[[ιδρώνω]]», απ' όπου το ρ. [[ιδίω]]), | |mltxt=και [[ίδρωτας]] και [[ίδρος]], ο (ΑΜ [[ἱδρώς]], -ῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και [[ἱδρώς]], ἡ)<br /> <b>1.</b> άχρωμο [[υγρό]] με αλμυρή [[γεύση]] και δυσάρεστη [[οσμή]] που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κόπος]], [[μόχθος]] (α. «με τον [[ιδρώτα]] του προσώπου μου» ή «με τον [[ιδρώτα]] μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου<br /> β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> «τόν έκοψε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» ή «τόν περιέλουσε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[καθετί]] που αποκτάται με κόπο, με μόχθο<br /> <b>2.</b> ο [[χυμός]] που εκβάλλει το [[δένδρο]], η [[ρητίνη]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE <i>swid</i>-<i>r</i>- «[[ιδρώτας]]» (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>sweid</i>- «[[ιδρώνω]]», απ' όπου το ρ. [[ιδίω]]), [[πρβλ]]. λατ. <i>sudor</i>, αλβ. <i>dirse</i><br /> το [[θέμα]] σε -<i>s</i> του τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής [[ιδρώ]], όπως και σε παρ.: [[ιδρώω]], <i>ίδρώεις</i>. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η [[κλίση]] της λ. αναλογικά [[προς]] τα οδοντικόληκτα [[γέλως]], -<i>ωτος</i>, [[έρως]], -<i>ωτος</i>. Ο νεοελλ. τ. [[ίδρωτας]] ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -<i>ας</i> [[κατά]] τα ουσ. της α' κλίσεως<br /> [[πρβλ]]. [[έρωτας]] <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], [[μάρτυρας]] <span style="color: red;"><</span> [[μάρτυς]], [[άρχοντας]] <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]]. Ο τ., [[τέλος]], [[ίδρος]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. του [[ιδρώς]], -<i>ώτος</i>, [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ος</i><br /> [[πρβλ]]. [[άρχος]] <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]], [[γέρος]] <span style="color: red;"><</span> [[γέρων]], [[δράκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δράκων]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιδρώα]], [[ιδρώνω]] (-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>), [[ιδρωτικός]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ιδροσύνη]], [[ιδρώδης]], [[ιδρώεις]], [[ιδρώιον]], [[ιδρώτιον]], <i>ιδρώττω</i>, [[ιδρώω]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιδρωτάρι]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιδρωτοποιός]]<br /> <b>μσν.</b><br /> [[ιδρωτοειδώς]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιδρωμάκτρα]], [[ιδρωταδενίτιδα]], [[ιδρωτοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) [[άνιδρος]], [[κάθιδρος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ανίδρως]], [[δίιδρος]], [[δυσίδρως]], [[ευίδρως]], [[λυσίδρως]], [[φιλίδρως]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[έφιδρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ίδρωτας και ίδρος, ο (ΑΜ ἱδρώς, -ῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και ἱδρώς, ἡ)
1. άχρωμο υγρό με αλμυρή γεύση και δυσάρεστη οσμή που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», Πλούτ.)
2. κόπος, μόχθος (α. «με τον ιδρώτα του προσώπου μου» ή «με τον ιδρώτα μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου
β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», Ησίοδ.)
νεοελλ.
«τόν έκοψε κρύος ιδρώτας» ή «τόν περιέλουσε κρύος ιδρώτας» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ
αρχ.
1. καθετί που αποκτάται με κόπο, με μόχθο
2. ο χυμός που εκβάλλει το δένδρο, η ρητίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE swid-r- «ιδρώτας» (μηδενισμένη βαθμίδα του sweid- «ιδρώνω», απ' όπου το ρ. ιδίω), πρβλ. λατ. sudor, αλβ. dirse
το θέμα σε -s του τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής ιδρώ, όπως και σε παρ.: ιδρώω, ίδρώεις. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η κλίση της λ. αναλογικά προς τα οδοντικόληκτα γέλως, -ωτος, έρως, -ωτος. Ο νεοελλ. τ. ίδρωτας ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -ας κατά τα ουσ. της α' κλίσεως
πρβλ. έρωτας < έρως, μάρτυρας < μάρτυς, άρχοντας < άρχων. Ο τ., τέλος, ίδρος αποτελεί μεταπλασμένο τ. του ιδρώς, -ώτος, κατά τα ουσ. σε -ος
πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, δράκος < δράκων.
ΠΑΡ. ιδρώα, ιδρώνω (-όω, -ώ), ιδρωτικός
αρχ.
ιδροσύνη, ιδρώδης, ιδρώεις, ιδρώιον, ιδρώτιον, ιδρώττω, ιδρώω
νεοελλ.
ιδρωτάρι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιδρωτοποιός
μσν.
ιδρωτοειδώς
νεοελλ.
ιδρωμάκτρα, ιδρωταδενίτιδα, ιδρωτοθεραπεία. (Β' συνθετικό) άνιδρος, κάθιδρος
αρχ.
ανίδρως, δίιδρος, δυσίδρως, ευίδρως, λυσίδρως, φιλίδρως
νεοελλ.
έφιδρος].