κάβα: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αποθήκη]] κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[ιδίως]] η υπόγεια<br /><b>2.</b> [[κατάστημα]] πώλησης οινοπνευματωδών ποτών<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών οινοπνευματωδών ποτών διαφόρων ειδών, προελεύσεων και χρόνου παραγωγής, τα οποία αποθηκεύονται από ένα [[άτομο]] για ιδιωτική [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το αρχικό [[κεφάλαιο]] που κατατίθεται ή ορίζεται να κατατεθεί σε [[χαρτοπαίγνιο]], [[ιδίως]] στο [[πόκερ]]<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ενός είδους [[φυτών]] του γένους [[πέπερι]] και [[ονομασία]] του ριζώματος και τών ριζών τους, τών οποίων το [[εκχύλισμα]] χρησιμοποιούνταν ως αντισηπτικό του ουρογεννητικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cava</i>. Η λ. ως κν. [[ονομασία]] στη βοτ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>kava</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kava</i> «[[πικρός]]», [[διαλεκτικός]] τ. της Αυστραλασίας, όπου απαντά το [[φυτό]] αυτό].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αποθήκη]] κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[ιδίως]] η υπόγεια<br /><b>2.</b> [[κατάστημα]] πώλησης οινοπνευματωδών ποτών<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών οινοπνευματωδών ποτών διαφόρων ειδών, προελεύσεων και χρόνου παραγωγής, τα οποία αποθηκεύονται από ένα [[άτομο]] για ιδιωτική [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το αρχικό [[κεφάλαιο]] που κατατίθεται ή ορίζεται να κατατεθεί σε [[χαρτοπαίγνιο]], [[ιδίως]] στο [[πόκερ]]<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ενός είδους [[φυτών]] του γένους [[πέπερι]] και [[ονομασία]] του ριζώματος και τών ριζών τους, τών οποίων το [[εκχύλισμα]] χρησιμοποιούνταν ως αντισηπτικό του ουρογεννητικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cava</i>. Η λ. ως κν. [[ονομασία]] στη βοτ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>kava</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kava</i> «[[πικρός]]», [[διαλεκτικός]] τ. της Αυστραλασίας, όπου απαντά το [[φυτό]] αυτό].
}}
}}

Latest revision as of 10:17, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. αποθήκη κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, ιδίως η υπόγεια
2. κατάστημα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
3. το σύνολο τών οινοπνευματωδών ποτών διαφόρων ειδών, προελεύσεων και χρόνου παραγωγής, τα οποία αποθηκεύονται από ένα άτομο για ιδιωτική χρήση
4. μτφ. το αρχικό κεφάλαιο που κατατίθεται ή ορίζεται να κατατεθεί σε χαρτοπαίγνιο, ιδίως στο πόκερ
5. βοτ. κοινή ονομασία ενός είδους φυτών του γένους πέπερι και ονομασία του ριζώματος και τών ριζών τους, τών οποίων το εκχύλισμα χρησιμοποιούνταν ως αντισηπτικό του ουρογεννητικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cava. Η λ. ως κν. ονομασία στη βοτ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kava < kava «πικρός», διαλεκτικός τ. της Αυστραλασίας, όπου απαντά το φυτό αυτό].