λέχοσδε: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέχοσδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στην [[κλίνη]], στο [[κρεβάτι]] («ἐρχομένοισιν [[λέχοσδε]] [[δάος]] μετὰ χερσὶν ἔχουσα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] <span style="color: red;">+</span> δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]] <i>δέ</i>, που δηλώνει την εις [[τόπο]] [[κίνηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οίκον</i>-<i>δε</i>)].
|mltxt=[[λέχοσδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στην [[κλίνη]], στο [[κρεβάτι]] («ἐρχομένοισιν [[λέχοσδε]] [[δάος]] μετὰ χερσὶν ἔχουσα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] <span style="color: red;">+</span> δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]] <i>δέ</i>, που δηλώνει την εις [[τόπο]] [[κίνηση]] ([[πρβλ]]. <i>οίκον</i>-<i>δε</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχοσδε Medium diacritics: λέχοσδε Low diacritics: λέχοσδε Capitals: ΛΕΧΟΣΔΕ
Transliteration A: léchosde Transliteration B: lechosde Transliteration C: lechosde Beta Code: le/xosde

English (LSJ)

Adv. A to bed, Il.3.447, Od.23.294.

German (Pape)

[Seite 36] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.

Greek (Liddell-Scott)

λέχοσδε: ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε λικριφίς)· - πλάγιος, ἀγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα εἶναι «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.

French (Bailly abrégé)

adv.
au lit avec mouv.
Étymologie: λέχος, -δε.

Greek Monolingual

λέχοσδε (Α)
επίρρ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐρχομένοισιν λέχοσδε δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δέ, που δηλώνει την εις τόπο κίνηση (πρβλ. οίκον-δε)].

Greek Monotonic

λέχοσδε: επίρρ., στο κρεβάτι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λέχοσδε: adv. на ложе, к ложу Hom.

Middle Liddell

[from λέχος
to bed, Hom.