μηδέποτε: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μηδέποτε]] και [[μηδέ]] ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ)<br /><b>επίρρ.</b> [[ποτέ]] [[μέχρι]] [[τώρα]], [[καμιά]] [[φορά]], σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[ουδέποτε]] («[[πάντοτε]] μανθάνοντα καὶ [[μηδέποτε]] εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κι [[ούτε]] [[ποτέ]], και [[ποτέ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το [[μηδέ]] ποτε</i> [[είναι]] εντονότερο, με μεγαλύτερη [[έμφαση]]) σε καμία απολύτως [[περίπτωση]] («[[μηδέ]] ποθ' εἴπηθ' ὡς [[Ζεύς]] ὑμᾱς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] ( | |mltxt=(ΑΜ [[μηδέποτε]] και [[μηδέ]] ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ)<br /><b>επίρρ.</b> [[ποτέ]] [[μέχρι]] [[τώρα]], [[καμιά]] [[φορά]], σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[ουδέποτε]] («[[πάντοτε]] μανθάνοντα καὶ [[μηδέποτε]] εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κι [[ούτε]] [[ποτέ]], και [[ποτέ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το [[μηδέ]] ποτε</i> [[είναι]] εντονότερο, με μεγαλύτερη [[έμφαση]]) σε καμία απολύτως [[περίπτωση]] («[[μηδέ]] ποθ' εἴπηθ' ὡς [[Ζεύς]] ὑμᾱς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] ([[πρβλ]]. [[ουδέποτε]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
Dor. μηδέ-ποκα ib.22.1126.11 (Amphict. Delph., iv B.C.): Adv.:—A never, with pres. and past tenses, as well as fut., Ar.Pl.1000, Pl.Prt.315b. II μηδέ ποτε and never, Hes.Op.717, 744, A.Pr.1073 (anap.).
German (Pape)
[Seite 170] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt μηδέ ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέποτε: ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ ἔμπροσθεν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε οὐδέποτε. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, μηδὲ ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.
French (Bailly abrégé)
adv.
jamais, et jamais.
Étymologie: μηδέ, ποτέ.
English (Strong)
from μηδέ and ποτέ; not even ever: never.
Greek Monolingual
(ΑΜ μηδέποτε και μηδέ ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ)
επίρρ. ποτέ μέχρι τώρα, καμιά φορά, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
κι ούτε ποτέ, και ποτέ
αρχ.
(το μηδέ ποτε είναι εντονότερο, με μεγαλύτερη έμφαση) σε καμία απολύτως περίπτωση («μηδέ ποθ' εἴπηθ' ὡς Ζεύς ὑμᾱς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ποτέ (πρβλ. ουδέποτε)].
Greek Monotonic
μηδέποτε: επίρρ.,
I. ποτέ, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μηδέ ποτε, και ποτέ, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μηδέποτε: adv., тж. раздельно
1) (и) никогда, ни разу: μ. ἀναμένειν Xen. никогда не медлить;
2) (усиленное) не, ни в коем случае не: μ. εἴπῃς Plat. ни в коем случае не говори.
Middle Liddell
I. never, Ar., Plat., etc.
II. μηδέ ποτε and never, Hes.
Chinese
原文音譯:mhdšpote 姆-得-坡-帖
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-尚-?這-此外
字義溯源:永不,總不,從未,終不,終久不;由(μηδέ)=若不然)與(ποτέ)=同時)組成;其中 (μηδέ)由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(δέ)*=但)組成;而 (ποτέ)卻由(πού)=大約,某處)與(τέ)*=雙方)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 終久不(1) 提後3:7