ἁρμή: Difference between revisions
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άλμη]], η<br />[[διάλυμα]] νερού με [[αλάτι]], η [[σαλαμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[άλμη]], με φωνητική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- προ συμφώνου στο αντίστοιχο [[υγρό]] -<i>ρ</i>- ( | |mltxt=και [[άλμη]], η<br />[[διάλυμα]] νερού με [[αλάτι]], η [[σαλαμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[άλμη]], με φωνητική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- προ συμφώνου στο αντίστοιχο [[υγρό]] -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. [[ελπίδα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερπίδα</i>, <i>αλμέγω</i> > [[αρμέγω]], [[αδελφός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αδερφός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁρμή]] και ἅρμη, η (Α)<br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[ένωση]] ( | |mltxt=[[ἁρμή]] και ἅρμη, η (Α)<br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[ένωση]] ([[πρβλ]]. [[άρμα]] Ι)<br /><b>2.</b> η [[ραφή]] τραύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη ρ. <i>ar</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]] ([[πρβλ]]. [[αραρίσκω]]). Η [[δασύτητα]] της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. [[άρμα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, (ἀραρίσκω) A junction, Chrysipp.Stoic.2.154 (prob. for ὁρμήν); fitting together, of shields, Q.S.11.361; suture of a wound, Hp. ap.Erot.; of the skull-bones, Id. ap. Gal.19.86.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, Vereinigung, Qu. Sm. 11, 361; VLL.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
union, Q.Sm. 11.361.
Étymologie: R. Σαρ d’où Ἁρ, lier, unir ; cf. εἵρω ; v. ἁρμός.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.
1 unión τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήν Chrysipp.Stoic.2.154.
2 medic. sutura, cicatriz ἄρμη· πᾶσα σύνοδος τραυμάτων Hp. en Erot.l.c., cf. Hsch., ἅρμης· τῆς ἐν τῇ κεφαλῇ ῥαφῆς Gal.l.c.
3 choque de escudos, Q.S.11.361 (var.).
Greek Monolingual
και άλμη, η
διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό -ρ- (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)].
Greek Monolingual
ἁρμή και ἅρμη, η (Α)
1. προσαρμογή, ένωση (πρβλ. άρμα Ι)
2. η ραφή τραύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρ. ar- «συνάπτω, συναρμόζω (πρβλ. αραρίσκω). Η δασύτητα της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. άρμα].