ευτελής: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτελής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαμηλή [[τιμή]], [[φθηνός]], [[προσιτός]], [[οικονομικός]], [[ολιγοδάπανος]], [[ολιγοέξοδος]]<br /><b>2.</b> (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) [[ανάξιος]] λόγου, αυτός που [[είναι]] κατώτερης ποιότητας, ο [[μειονεκτικός]], ο [[ελαττωματικός]], ο [[πρόστυχος]], ο [[παρακατιανός]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ποταπός]], [[μηδαμινός]], [[μικροπρεπής]], [[χυδαίος]], [[χαμερπής]], ουδιτανός<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φτωχός]], [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> [[αναξιόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτελές</i><br />η [[ευτέλεια]]<br /><b>2.</b> [[απλός]], [[ευχερής]], [[εύκολος]]<br /><b>3.</b> (για στίχους, φράσεις, λέξεις) [[ασήμαντος]]<br /><b>4.</b> (για ποταμούς) [[μικρός]], [[ασήμαντος]]<br /><b>5.</b> [[λιτός]], αυτός που δεν [[είναι]] [[πλούσιος]] και [[άφθονος]] («εὐτελὴς ἦν [η [[δίαιτα]]]», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτελώς</i> (Α εὐτελῶς)<br />σε χαμηλή [[τιμή]], φθηνά<br /><b>αρχ.</b><br />λιτά, [[χωρίς]] [[μεγάλη]] [[δαπάνη]], φτωχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[αξία]], [[τιμή]]»)<br / | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτελής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χαμηλή [[τιμή]], [[φθηνός]], [[προσιτός]], [[οικονομικός]], [[ολιγοδάπανος]], [[ολιγοέξοδος]]<br /><b>2.</b> (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) [[ανάξιος]] λόγου, αυτός που [[είναι]] κατώτερης ποιότητας, ο [[μειονεκτικός]], ο [[ελαττωματικός]], ο [[πρόστυχος]], ο [[παρακατιανός]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ποταπός]], [[μηδαμινός]], [[μικροπρεπής]], [[χυδαίος]], [[χαμερπής]], ουδιτανός<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φτωχός]], [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> [[αναξιόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτελές</i><br />η [[ευτέλεια]]<br /><b>2.</b> [[απλός]], [[ευχερής]], [[εύκολος]]<br /><b>3.</b> (για στίχους, φράσεις, λέξεις) [[ασήμαντος]]<br /><b>4.</b> (για ποταμούς) [[μικρός]], [[ασήμαντος]]<br /><b>5.</b> [[λιτός]], αυτός που δεν [[είναι]] [[πλούσιος]] και [[άφθονος]] («εὐτελὴς ἦν [η [[δίαιτα]]]», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτελώς</i> (Α εὐτελῶς)<br />σε χαμηλή [[τιμή]], φθηνά<br /><b>αρχ.</b><br />λιτά, [[χωρίς]] [[μεγάλη]] [[δαπάνη]], φτωχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[αξία]], [[τιμή]]»)<br />[[πρβλ]]. [[ατελής]], [[υποτελής]]. Η κυριολεκτική [[σημασία]] «[[εύκολος]] στο να πληρωθεί» ([[πρβλ]]. το αντίθ. <i>πολυ</i>-<i>τελής</i>) εξελίχθηκε σε «ποιοτικά [[κατώτερος]]» (άρα [[φθηνός]]) και μεταφορικά «[[μικροπρεπής]], [[χυδαίος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτελής, -ές)
1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος
2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο ελαττωματικός, ο πρόστυχος, ο παρακατιανός
3. (για πρόσ.) ποταπός, μηδαμινός, μικροπρεπής, χυδαίος, χαμερπής, ουδιτανός
μσν.
1. φτωχός, ταπεινός
2. αναξιόπιστος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτελές
η ευτέλεια
2. απλός, ευχερής, εύκολος
3. (για στίχους, φράσεις, λέξεις) ασήμαντος
4. (για ποταμούς) μικρός, ασήμαντος
5. λιτός, αυτός που δεν είναι πλούσιος και άφθονος («εὐτελὴς ἦν [η δίαιτα]», Ξεν.).
επίρρ...
ευτελώς (Α εὐτελῶς)
σε χαμηλή τιμή, φθηνά
αρχ.
λιτά, χωρίς μεγάλη δαπάνη, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + -τελής (< τέλος «αξία, τιμή»)
πρβλ. ατελής, υποτελής. Η κυριολεκτική σημασία «εύκολος στο να πληρωθεί» (πρβλ. το αντίθ. πολυ-τελής) εξελίχθηκε σε «ποιοτικά κατώτερος» (άρα φθηνός) και μεταφορικά «μικροπρεπής, χυδαίος»].