εὔποτος: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκεύος]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να πίνει εύκολα<br /><b>2.</b> [[συνηθισμένος]] να πίνει, [[επιρρεπής]] στο [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκεύος]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να πίνει εύκολα<br /><b>2.</b> [[συνηθισμένος]] να πίνει, [[επιρρεπής]] στο [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[άποτος]], [[δύσποτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (πίνω) A easy to drink, pleasant to the taste, ῥέος A.Pr.676, 812; ὕδωρ Ath.Med. ap. Orib.inc.23.15; of milk, A.Pers.611. II good to drink from, ἐκπώματα Eratosth. ap. Ath.11.482b (Sup.). III accustomed to drink, Aret.CA2.3.
German (Pape)
[Seite 1090] gut, angenehm zu trinken, trinkbar, γάλα, ῥέος, Aesch. Pers. 603 Prom. 812. – Bei Ath. XI, 482 a von einem Becher, aus dem sich gut trinken läßt, εὐποτώτατα ἐκπωμάτων.
Greek (Liddell-Scott)
εὔποτος: -ον, (πίνω) καλὸς πρὸς πόσιν, εὔγευστος ἐν τῇ πόσει, ἐπὶ κρηναίου ἢ ποταμίου ὕδατος, Αἰσχύλ. Πρ. 676, 812· ἐπὶ γάλακτος, Πέρσ. 611. II. ἐξ οὗ καλῶς δύναταί τις νὰ πίῃ, ἐκπώματα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 482B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bon à boire.
Étymologie: εὖ, πίνω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔποτος, -ον)
αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα
αρχ.
1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα
2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. άποτος, δύσποτος].
Greek Monotonic
εὔποτος: -ον, καλός για πόση, ευχάριστος στη γεύση, εύγεστος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὔποτος: приятный для питья (ῥέος Aesch.).
Middle Liddell
εὔ-ποτος, ον
easy to drink, pleasant to the taste, Aesch.