κανονάρχης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κανονάρχης''': -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.
|lstext='''κανονάρχης''': -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κανονάρχος]] και [[καλονάρχης]] και καλανάρχης, ο (AM [[κανονάρχης]], Μ και [[κανονάρχος]] και [[καλονάρχος]])<br />[[βοηθός]] του ψάλτη, που του υπαγορεύει μελωδικά την [[αρχή]] τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σύμβουλος]], [[βοηθός]], [[υποβολέας]], [[εισηγητής]], [[υποκινητής]] («σε όλα τα ζητήματα [[είναι]] ο [[κανονάρχης]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τους κανόνες στα μοναστήρια) ο επί τών κανόνων στα μοναστήρια, δηλ. αυτός που επιβλέπει την ακριβή και κανονική [[εκτέλεση]] του τυπικού [[κατά]] τις ιεροπραξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]] / <i>ἄρχομαι</i>), [[πρβλ]]. [[επιτελάρχης]], [[τελετάρχης]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κανονάρχης: -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.

Greek Monolingual

και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος)
βοηθός του ψάλτη, που του υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων
νεοελλ.-μσν.
μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής, υποκινητής («σε όλα τα ζητήματα είναι ο κανονάρχης του»)
αρχ.
(για τους κανόνες στα μοναστήρια) ο επί τών κανόνων στα μοναστήρια, δηλ. αυτός που επιβλέπει την ακριβή και κανονική εκτέλεση του τυπικού κατά τις ιεροπραξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + -άρχης (< ἄρχω / ἄρχομαι), πρβλ. επιτελάρχης, τελετάρχης].