λήσμων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λήσμων]], -ον (Α)<br />[[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱθ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱθ</i>- του [[λανθάνω]], [[[πρβλ]]. [[λήθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>), [[πρβλ]]. <i>γνώ</i>-<i>μων</i>, <i>τλή</i>-<i>μων</i>. Το -<i>σ</i>- του τ. αναλογικά [[προς]] τους άλλους του [[λανθάνω]] με -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[λήστις]])].
|mltxt=[[λήσμων]], -ον (Α)<br />[[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱθ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱθ</i>- του [[λανθάνω]], [[[πρβλ]]. [[λήθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>), [[πρβλ]]. [[γνώμων]], [[τλήμων]]. Το -<i>σ</i>- του τ. αναλογικά [[προς]] τους άλλους του [[λανθάνω]] με -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[λήστις]])].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήσμων Medium diacritics: λήσμων Low diacritics: λήσμων Capitals: ΛΗΣΜΩΝ
Transliteration A: lḗsmōn Transliteration B: lēsmōn Transliteration C: lismon Beta Code: lh/smwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (λήθω) A unmindful, Them.Or.22.268c.

Greek (Liddell-Scott)

λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.

Greek Monolingual

λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [[[πρβλ]]. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώμων, τλήμων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].