μελέδημα: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελέδημα]], -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[μέριμνα]]<br /><b>2.</b> [[έγνοια]], [[ανησυχία]] («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ [[νύκτα]] δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά [[κάποιος]], [[μέλημα]], [[αντικείμενο]] φροντίδας («Χαρίτων [[μελέδημα]]», Ίβυκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> ([[πρβλ]]. <i>μέλ</i>-<i>ημα</i>, <i>νό</i>-<i>ημα</i>)].
|mltxt=[[μελέδημα]], -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[μέριμνα]]<br /><b>2.</b> [[έγνοια]], [[ανησυχία]] («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ [[νύκτα]] δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά [[κάποιος]], [[μέλημα]], [[αντικείμενο]] φροντίδας («Χαρίτων [[μελέδημα]]», Ίβυκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> ([[πρβλ]]. [[μέλημα]], [[νόημα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέδημα Medium diacritics: μελέδημα Low diacritics: μελέδημα Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΑ
Transliteration A: melédēma Transliteration B: meledēma Transliteration C: meledima Beta Code: mele/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, (μελεδαίνω) A care, anxiety, Hom. always in pl., μελεδήματα πατρός anxieties about his father, Od.15.8; of sleep, λύων μ. θυμοῦ Il.23.62; μελεδήματα θεῶν the care of the gods [for men], E.Hipp.1103 (lyr.). II object of care, Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς Alex.162.15 (anap.); Μοισάων Epigr.Gr.238 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 121] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

μελέδημα: τό, (μελεδαίνω), φροντίς, μέριμνα, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. λυσιμελής· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, μέλημα, Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ ἰσχάς, Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. μέλημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα θεῶν EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).
Étymologie: μελεδαίνω.

English (Autenrieth)

ατος (μέλω): care, anxiety, only pl.

Greek Monolingual

μελέδημα, -ατος, τὸ (Α)
1. φροντίδα, μέριμνα
2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ημα (πρβλ. μέλημα, νόημα)].

Greek Monotonic

μελέδημα: -ατος, τό (μελεδαίνω), φροντίδα, αγωνία, έγνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· μελεδήματα πατρός, έγνοιες κάποιου για τον πατέρα του, σε Ομήρ. Οδ.· μελεδήματα θεῶν, η φροντίδα των θεών για τους ανθρώπους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελέδημα: ατος τό
1) забота, тревога, огорчение (ἔχειν μελεδήματα θυμῷ Hom.): μελεδήματα πατρός Hom. тревоги об отце;
2) забота, попечение (τὰ θεῶν μελεδήματα Eur.).

Middle Liddell

μελέδημα, ατος, τό, μελεδαίνω
care, anxiety, Il.; μελεδήματα πατρός anxieties about one's father, Od.:— μελεδήματα θεῶν the care of gods [for men], Eur.