προβλήτα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(34)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[προβλής]], -ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. [[προβλῆτις]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[φυσική]] ή τεχνητή [[προεκβολή]] της ξηράς η οποία εισχωρεί σε [[θάλασσα]], [[λίμνη]] ή ποταμό και χρησιμεύει [[κυρίως]] για τη [[διευκόλυνση]] πλευρίσματος τών πλοίων, [[μόλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πλωτή]] [[προβλήτα]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[πλωτή]] [[κατασκευή]] κατάλληλη για το [[πλεύρισμα]] και τη [[φόρτωση]] τών πλοίων, που εξυπηρετεί [[κυρίως]] τις φορτώσεις πετρελαίων σε περιοχές όπου καταλήγουν πετρελαιαγωγοί και οι οποίες δεν προσφέρονται για [[προσέγγιση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιθετικός]] [[προσδιορισμός]] για [[καθετί]] που προεξέχει, όπως λ.χ. η [[γενειάδα]], τα φρύδια κ.ά. («προβλὴς [[γενειάς]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ο τοποθετημένος [[μπροστά]], αυτός που προεκτείνεται, που προεξέχει («προβλῆτι σκοπέλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[φυσική]] [[προεκβολή]] ξηράς που εισχωρεί σε [[θάλασσα]], [[ακρωτήριο]] («τον γε (ποταμὸν) εἴργουσιν προβλῆτες», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βλής]] (<span style="color: red;"><</span> [[βλής]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>βλη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐβλή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[βλής]]. Ο νεοελλ. τ. [[προβλήτα]] <span style="color: red;"><</span> [[προβλής]], -<i>ῆτος</i>, [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>].
|mltxt=η / [[προβλής]], -ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. [[προβλῆτις]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[φυσική]] ή τεχνητή [[προεκβολή]] της ξηράς η οποία εισχωρεί σε [[θάλασσα]], [[λίμνη]] ή ποταμό και χρησιμεύει [[κυρίως]] για τη [[διευκόλυνση]] πλευρίσματος τών πλοίων, [[μόλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πλωτή]] [[προβλήτα]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[πλωτή]] [[κατασκευή]] κατάλληλη για το [[πλεύρισμα]] και τη [[φόρτωση]] τών πλοίων, που εξυπηρετεί [[κυρίως]] τις φορτώσεις πετρελαίων σε περιοχές όπου καταλήγουν πετρελαιαγωγοί και οι οποίες δεν προσφέρονται για [[προσέγγιση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιθετικός]] [[προσδιορισμός]] για [[καθετί]] που προεξέχει, όπως λ.χ. η [[γενειάδα]], τα φρύδια κ.ά. («προβλὴς [[γενειάς]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ο τοποθετημένος [[μπροστά]], αυτός που προεκτείνεται, που προεξέχει («προβλῆτι σκοπέλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[φυσική]] [[προεκβολή]] ξηράς που εισχωρεί σε [[θάλασσα]], [[ακρωτήριο]] («τον γε (ποταμὸν) εἴργουσιν προβλῆτες», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βλής]] (<span style="color: red;"><</span> [[βλής]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>βλη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐβλή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[καταβλής]]. Ο νεοελλ. τ. [[προβλήτα]] <span style="color: red;"><</span> [[προβλής]], -<i>ῆτος</i>, [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

η / προβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α
νεοελλ.
1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή της ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος
2. φρ. «πλωτή προβλήτα»
ναυτ. πλωτή κατασκευή κατάλληλη για το πλεύρισμα και τη φόρτωση τών πλοίων, που εξυπηρετεί κυρίως τις φορτώσεις πετρελαίων σε περιοχές όπου καταλήγουν πετρελαιαγωγοί και οι οποίες δεν προσφέρονται για προσέγγιση
μσν.-αρχ.
επιθετικός προσδιορισμός για καθετί που προεξέχει, όπως λ.χ. η γενειάδα, τα φρύδια κ.ά. («προβλὴς γενειάς», Νόνν.)
αρχ.
1. ως επίθ. ο τοποθετημένος μπροστά, αυτός που προεκτείνεται, που προεξέχει («προβλῆτι σκοπέλῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ως ουσ. φυσική προεκβολή ξηράς που εισχωρεί σε θάλασσα, ακρωτήριο («τον γε (ποταμὸν) εἴργουσιν προβλῆτες», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βλής (< βλής < θ. βλη-, πρβλ. ἐβλή-θην παθ. αόρ. του βάλλω), πρβλ. καταβλής. Ο νεοελλ. τ. προβλήτα < προβλής, -ῆτος, κατά τα θηλ. σε -α].