αὐθάδεια: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
m (Text replacement - "betw." to "between") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afthadeia | |Transliteration C=afthadeia | ||
|Beta Code=au)qa/deia | |Beta Code=au)qa/deia | ||
|Definition=[θᾱ], poet. and later Prose ( | |Definition=[θᾱ], poet. and later Prose (SIG1243.27) [[αὐθαδία]], ἡ, [[wilfulness]], [[stubbornness]], A.Pr.79, S.OT549, Ar.Th.704, Pl.R.590a, BGU 1187.21 (i B. C.), IG7.2725.27 (Acraephia, ii A. D.), etc.; opp. [[εὐβουλία]], A.Pr.1034; [[surliness]], Thphr.Char.15.1; mean between [[ἀρέσκεια]] and [[σεμνότης]], Arist.EE1221a8; αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ [ἐξελαύνειν] Antiph.300.4; ἡ αὐθάδεια τῶν συνθηκῶν ὅτι οὐ μετὰ κοινῆς γνώμης αὐτὰς ἔπραξεν D.H.9.17. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 07:45, 3 November 2021
English (LSJ)
[θᾱ], poet. and later Prose (SIG1243.27) αὐθαδία, ἡ, wilfulness, stubbornness, A.Pr.79, S.OT549, Ar.Th.704, Pl.R.590a, BGU 1187.21 (i B. C.), IG7.2725.27 (Acraephia, ii A. D.), etc.; opp. εὐβουλία, A.Pr.1034; surliness, Thphr.Char.15.1; mean between ἀρέσκεια and σεμνότης, Arist.EE1221a8; αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ [ἐξελαύνειν] Antiph.300.4; ἡ αὐθάδεια τῶν συνθηκῶν ὅτι οὐ μετὰ κοινῆς γνώμης αὐτὰς ἔπραξεν D.H.9.17.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, προπέτεια, ἀπειθαρχία, ἀπότομος τρόπος, τὸ δυσήνιον, ἀλαζονεία, τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ εὐβουλία. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ ἀρέσκεια, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17.
French (Bailly abrégé)
poét. αὐθαδία;
ας (ἡ) :
confiance présomptueuse, suffisance, infatuation, arrogance.
Étymologie: αὐθάδης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): poét. αὐθαδία A.Pr.436, 1034, S.OT 549, Ant.1028, E.Med.621, 1028, Ar.Th.704, tb. tard. BGU 1187.21 (I a.C.), PGen.31.9 (II d.C.), POxy.2672.14 (III d.C.), PCair.Isidor.74.11 (IV d.C.)
autocomplacencia, arrogancia, obstinación, orgullo μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.Pr.436, op. εὐβουλία A.Pr.1034, 1037, εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίς S.OT 549, αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνει S.Ant.1028, αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖ E.Med.621, ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.Med.1028, οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν ἄγαν αὐθαδίαν Ar.Th.704, ἡ δ' αὐ. καὶ δυσκολία ψέγεται Pl.R.590a, ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικος Pl.Ep.321b, βαρέως αὐτοῦ τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερον Plb.16.22.1, τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν Ἀχαιῶν Plb.Fr.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5, ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳ IG 7.2725.27 (Acrefía II a.C.), ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντες Plu.Dio 8, πέπαυται αὐθάδεια καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν LXX Is.24.8, σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσει I.AI 15.101, cf. 12.29, BI 4.94, τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίαν Ach.Tat.8.8.12, αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτο D.C.Fr.85.1, τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριον Clem.Al.Paed.2.7.58, μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσα Isid.Pel.Ep.M.78.681C
•definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la ἀρέσκεια cuyo término medio es la σεμνότης: σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείας Arist.EE 1233b34, cf. 1221a8, MM 1192b30
•antipatía, grosería uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.Char.15.1
•insolencia, osadía c. idea de agresividad βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ] νχρησάμενοι BGU l.c., cf. PGen.l.c., POxy.l.c., PCair.Isidor.l.c.
Greek Monolingual
η (AM αὐθάδεια) αυθάδης
θράσος
αρχ.
1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα
2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα
3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα
4. αλαζονεία.
Greek Monotonic
αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αυθαιρεσία, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη, απειθαρχία, αλαζονεία, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
αὐθάδεια: поэт. αὐθᾱδία ἡ самоуверенность, самонадеянность, самомнение, самодовольство или своенравие Trag., Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.
Middle Liddell
[From αὐθάδης
self-will, wilfulness, stubbornness, contumacy, presumption, Aesch., etc.