διαίνω: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> смачивать, увлажнять (χείλεα, sc. οἴνῳ Hom.; med. χρύσεα μαζῶν μῆλα Anth.): διαίνεσθαι [[ὄσσε]] Aesch. плакать; τὸ βάψαι διῇναι (v. l. μιῇναι) κέκληκεν ὁ [[ποιητής]] Plut. поэт (т. е. Гомер) употребил διῇναι вместо βαψαι;<br /><b class="num">2)</b> быть влажным (τὰ θυμιατὰ διαίνει Arst.);<br /><b class="num">3)</b> оплакивать ([[δίαινε]] [[πῆμα]] Aesch. - v. l. αἴαζε);<br /><b class="num">4)</b> med. плакать, рыдать (διαίνεσθε, [[Πέρσαι]] Aesch.).
|elrutext='''διαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> смачивать, увлажнять (χείλεα, sc. οἴνῳ Hom.; med. χρύσεα μαζῶν μῆλα Anth.): διαίνεσθαι [[ὄσσε]] Aesch. плакать; τὸ βάψαι διῇναι ([[varia lectio|v.l.]] μιῇναι) κέκληκεν ὁ [[ποιητής]] Plut. поэт (т. е. Гомер) употребил διῇναι вместо βαψαι;<br /><b class="num">2)</b> быть влажным (τὰ θυμιατὰ διαίνει Arst.);<br /><b class="num">3)</b> оплакивать ([[δίαινε]] [[πῆμα]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] αἴαζε);<br /><b class="num">4)</b> med. плакать, рыдать (διαίνεσθε, [[Πέρσαι]] Aesch.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:30, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαίνω Medium diacritics: διαίνω Low diacritics: διαίνω Capitals: ΔΙΑΙΝΩ
Transliteration A: diaínō Transliteration B: diainō Transliteration C: diaino Beta Code: diai/nw

English (LSJ)

aor. ἐδίηνα, A wet, moisten, ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε Il.22.495; ὄμμα διῆναι Heliod.Med(?).ap.Stob.4.36.8 (hex.); διαίνετο… ἄξων Il. 13.30; οἴνῳ διαίνων ἔντερ' Axionic.8.3:—Med., διαίνεσθαι ὄσσε wet one's eyes, A.Pers.1064 (lyr.): and abs., weep, ib.258 (lyr.); δίαινε πῆμα. Ans. διαίνομαι weep for the woe—I weep, ib.1038 (lyr.), cf. Sch.ad loc., S.Fr.210.35.—Rare in Prose, Arist.Mete.387a28.

German (Pape)

[Seite 579] (zunächst entstanden aus διανίω; vgl. δεύω, διερός?), benetzen, Apoll. Lex. Hom. p. 58, 20 διαίνειν· βρέχειν. Homer. Iliad. 21, 202 δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ; 22, 495 κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχεν, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν; 13, 30 von der Fahrt Poseidons über das Meer οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων. – Sp., wie Rufin. 6 (V, 60). – Bes. = mit Thränen benetzen, beweinen; πῆμα Aesch. Pers. 1038; ebenso med., absol., 258; ὄσσε 1064, ὄμμα Hel. Stob. fl. 100, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαίνω: μέλλων διᾰνῶ, ἀόρ. ἐδίηνα (ἡ ἀρχὴ ἄγνωστος): - ὑγραίνω, βρέχω, ὑπερῴην δ’ οὐκ ἐδίηνε Ἰλ. Χ. 495· ἐν τῷ παθ. διαίνετο... ἄξων Ν. 30· οἴνῳ διαίνων ἔντερ’ Ἀξιόνικ. ἐν Meinele Κωδ. Ἀποσπ. 5. 93. - Μέσ., διαίνεσθαι ὄσσε, ὑγραίνομαι τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1064· καὶ ἀπολ., κλαίω, αὐτ. 258· - αὐτόθι 1038. 1039, ὁ Ξέρξης κράζει δίαινε, δίαινε πῆμα, καὶ ὁ χορὸς ἀπαντᾷ διαίνομαι, ὅπερ δύναται νὰ σημαίνῃ μόνον (κατὰ τὸν Σχολ.): κλαῖε, κλαῖε διὰ τὸ δυστύχημα· - κλαίω. - Σπάνιον παρὰ πεζοῖς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 6, πρβλ. διαντικός, -τός.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐδίανα;
1 mouiller;
2 particul. mouiller de larmes, pleurer sur, acc..
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

aor. ἐδίηνε: wet, moisten. (Il.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἐδίηνε Il.22.495, Opp.C.1.232, inf. διῆναι Hp.Int.12, διᾶναι Ath.45d, Hsch.]
I 1mojar, humedecer, empapar δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ Il.21.202, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε Il.22.495, χθόνα Emp.B 73, (ἄνθεα) τούτῳ τῷ συγκεκρημένῳ Hp.l.c., στεφάνην Opp.l.c., los pájaros al beber τὴν ἀρτηρίαν διαίνουσι Plu.2.699d, τὸ σῶμα Ath.l.c., τὰ μὲν (ὀστέα) ἀμβροσίῃ καὶ ἀλείφασι ... δίηναν Q.S.3.733, ἡ ἔκκρισις ... διαίνει Arist.Mete.387a28, τὰ νότια ... διαίνει Thphr.Vent.58, cf. Hsch.l.c.
tb. en v. med. χρύσεα μαζῶν ... μῆλα διαινομένη mojando las manzanas doradas de sus pechos, AP 5.60 (Rufin.), λιπαρὸν κόμμι διηνάμενος Androm.152
en v. pas. κάχληκες Opp.H.3.376, σῶμα διαινόμενον por el agua lustral, Orác. en AP 14.74, ὕδασιν Εὐφρήταο διαινόμενον ζαμίλαμπιν Orph.L.263.
2 mojar, bañar en lágrimas ὄμμα Heliod.SHell.472.14, στήθεά τ' ἠδὲ χιτῶνας Q.S.3.475
tb. en v. med. διαίνου δ' ὄσσε baña tus ojos en lágrimas A.Pers.1065
llorar c. ac. int. δίαινε διαῖνε πῆμα llora, llora tu pena A.Pers.1038, abs., S.Fr.210.35
en v. med. mismo sent. διαίνεσθε Πέρσαι llorad, persas A.Pers.257, διαίνομαι γοεδνὸς ὤν lloro profiriendo gemidos A.Pers.1047, cf. Hsch.
II v. med. intr. mojarse, empaparse οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων Il.13.30, τὰ πλεῖστα ... διαινόμενα la mayoría (de las plantas) empapándose (con el rocío), Plu.2.939e, οὐκ ὄμβροισι διαίνομαι, ἀλλὰ δάκρυσι GVI 1651.5 (Sidón III d.C.), πορφυρέοιο διαινόμενοι κορέσαντο αἵματος ... θάμνοι Orph.L.564, cf. Hsch.δ 1040.
• Etimología: Et. dud.; la rel. c. δεύω presenta problemas.

Greek Monolingual

διαίνω (Α)
1. υγραίνω, βρέχω
2. διαίνομαι
κλαίω, θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική σύνδεση της λ. με το δένω δεν θεωρείται πολύ πιθανή, αν εξαιρεθεί το αρχικό σύμφωνο -δ- που είναι κοινό και στις δύο λέξεις (βλ. και λ. διερός)].

Greek Monotonic

διαίνω: μέλ. διᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐδίηνα· βρέχω, υγραίνω, κλαίω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., διαίνεσθαι ὄσσε, υγραίνω τα μάτια μου, βρέχω με δάκρυα, σε Αισχύλ.· απόλ., κλαίω, θρηνώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαίνω:
1) смачивать, увлажнять (χείλεα, sc. οἴνῳ Hom.; med. χρύσεα μαζῶν μῆλα Anth.): διαίνεσθαι ὄσσε Aesch. плакать; τὸ βάψαι διῇναι (v.l. μιῇναι) κέκληκεν ὁ ποιητής Plut. поэт (т. е. Гомер) употребил διῇναι вместо βαψαι;
2) быть влажным (τὰ θυμιατὰ διαίνει Arst.);
3) оплакивать (δίαινε πῆμα Aesch. - v.l. αἴαζε);
4) med. плакать, рыдать (διαίνεσθε, Πέρσαι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαίνω [~ διερος] ep. imperf. 3 sing. διαίνετο, met acc., causat.: bevochtigen:; δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ het donkere water maakte hem nat Il. 21.202; pass.:; οὐδ ’ ὑπένερθε διαίνετο χάλεος ἄξων en eronder werd de bronzen as niet nat Il. 13.30; overdr..; δίαινε πῆμα beween het leed Aeschl. Pers. 1038; ook med.: διαίνου δ ’ ὄσσε baad je ogen (in tranen) Aeschl. Pers. 1064.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: make wet (the eyes), cry (Il.).
Other forms: Aor. διῆναι
Derivatives: διαντός (Arist.), διαντικὸς (Arist.); δίανσις (Gal.). διερός s.v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Bechtel Lex.. s. v.

Middle Liddell


to wet, moisten, Il.:— Mid., διαίνεσθαι ὄσσε to wet one's eyes, Aesch.; absol. to weep, Aesch.

Frisk Etymology German

διαίνω: {diaínō}
Forms: Aor. διῆναι
Grammar: v.
Meaning: ‘benetzen, die Augen benetzen, (be)weinen’ (vorw. poet. seit Il.).
Derivative: Daneben διερός flüssig, feucht, naß (Hes., A., Anaxag. usw.); für *διαρός? Vgl. μιαίνω : μιαρός.
Etymology : Unerklärt. Die formale Ähnlichkeit mit δεύω beschränkt sich auf den gemeinsamen Anlaut; vielleicht liegen Kreuzungen vor. Vgl. Bechtel Lex. s. v.
Page 1,384