ὀχυρός: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochyros | |Transliteration C=ochyros | ||
|Beta Code=o)xuro/s | |Beta Code=o)xuro/s | ||
|Definition=ά, όν<b class="b3">, ([[ἔχω]]) ἐχυρός</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[firm]], [[lasting]], [[stout]], of wood, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 429</span> (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>44</span> (anap.): but elsewh. A. uses [[ἐχυρός]] (q. v.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of places, [[strong]], [[secure]], παρθενῶνες <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>738</span>; esp. as military term, of a stronghold or position, [[strong]], ὄρος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.22</span>; [[χωρίον]] ib.<span class="bibl">1.2.24</span>, <span class="bibl">Isoc.9.30</span> (v.l. [[ἐχ-]]) ; πόλεις <span class="bibl">Plb.7.15.2</span>; τὰ ὀ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.15</span>, etc. Adv. -ρῶς <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>124</span> (anap.), <span class="bibl">Charito 7.2</span>.</span> | |Definition=ά, όν<b class="b3">, ([[ἔχω]]) ἐχυρός</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[firm]], [[lasting]], [[stout]], of wood, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 429</span> (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>44</span> (anap.): but elsewh. A. uses [[ἐχυρός]] ([[quod vide|q.v.]]). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of places, [[strong]], [[secure]], παρθενῶνες <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>738</span>; esp. as military term, of a stronghold or position, [[strong]], ὄρος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.22</span>; [[χωρίον]] ib.<span class="bibl">1.2.24</span>, <span class="bibl">Isoc.9.30</span> (v.l. [[ἐχ-]]) ; πόλεις <span class="bibl">Plb.7.15.2</span>; τὰ ὀ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.15</span>, etc. Adv. -ρῶς <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>124</span> (anap.), <span class="bibl">Charito 7.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 11 January 2022
English (LSJ)
ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός, A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewh. A. uses ἐχυρός (q.v.). 2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχ-) ; πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. -ρῶς E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.
German (Pape)
[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D· πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α ὀχυρός, -ά, -ό)
1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῦνται», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό
θέση εδάφους συνήθως ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό σημείο.
επίρρ...
οχυρώς (Α ὀχυρῶς)
με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ἐχυρός, με φωνήεν ο- (βλ. λ. εχυρός)].
Greek Monotonic
ὀχῠρός: -ά, -όν (ἔχω) όπως το ἐχυρός·
I. 1. σταθερός, ανθεκτικός, ισχυρός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
2. λέγεται για τόπο, ισχυρός, ασφαλής, σε Ευρ.· ιδίως για τόπους από στρατιωτική άποψη ή για στρατηγικές θέσεις, ισχυρός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, απόκρημνος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ρῶς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀχυρός: ἔχω
1) крепкий, прочный (ξύλον Hes.);
2) сильный, неодолимый (ζεῦγος Ἀτρειδῶν Aesch.);
3) неприступный, укрепленный (παρθενῶνες Eur.; ὄρος Xen.; πόλις Polyb.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἐχυρός.
Middle Liddell
ὀχῠρός, ή, όν [ἔχω]
I. like ἐχυρός, firm, lasting, stout, Hes., Aesch.
2. of places, strong, secure, Eur.: especially of a stronghold or position, strong, tenable, Xen.
II. adv. -ρῶς, Eur.
Frisk Etymology German
ὀχυρός: {okhurós}
See also: s. ἐχυρός.
Page 2,458