Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀχεία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:58, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχεία Medium diacritics: ὀχεία Low diacritics: οχεία Capitals: ΟΧΕΙΑ
Transliteration A: ocheía Transliteration B: ocheia Transliteration C: ocheia Beta Code: o)xei/a

English (LSJ)

ἡ, (ὀχεύω) A a covering or impregnating, of the male animal, X.Eq.5.8, PCair.Zen.225.4 (iii B. C.); ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, of the female, Arist. GA748a21, al.; ὀχείαν ποιεῖσθαι, of the two, Id.HA540a2; περὶ τὰς ὀ. in the breeding season, Thphr. Od.61. 2 fertilization of plants, PRyl.172.21 (iii A. D., written ὠχ-). II (ὀχέω) ὀχεία ποντία holder of the ship, i. e. anchor, Trag.Adesp.251 (ap. Hsch., cf. ὀχεῖον II. 2).

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Thieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ κύων ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von ὀχέω abgeleitet, nach Hesych. ποντία ὀχεία, Schiffshalter, Umschreibung für Anker.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεία: ἡ, (ὀχεύω) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ συνουσία ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. ὀχεία ποντία (ὀχέω), ἡ κατέχουσα τὸ πλοῖον ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de saillir.
Étymologie: ὀχεύω.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.
(II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.

Greek Monotonic

ὀχεία: ἠ (ὀχεύω), συνουσία ή γονιμοποίηση, λέγεται για αρσενικό ζώο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀχεία: ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc.

Middle Liddell

ὀχεία, ἡ, ὀχεύω
a covering or impregnating, of the male animal, Xen.