χώμα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(47c)
 
m (Text replacement - "ῥεῡμα" to "ῥεῦμα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])].
|mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῦμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 8 April 2022

Greek Monolingual

το / χῶμα, -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν
το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος
νεοελλ.
1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα»)
2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα»)
3. γη, τόπος («το άγιο χώμα της πατρίδας»)
4. φρ. α) «έφαγε η πλάτη του χώμα» — έπεσε σε ύπτια θέση
β) «έφαγε η μύτη [ή η μούρη] του χώμα» — τον έριξε ο αντίπαλος μπρούμυτα
γ) «τον κύλισε στο χώμα» — τον έριξε καταγής
δ) «τον έφαγε το [μαύρο] χώμα» — πέθανε και τον έθαψαν
αρχ.
1. επίχωμα, τεχνητό ύψωμα για την κατάληψη τείχους («ὁρῶντες τὸ χῶμα αἰρόμενον», Θουκ.)
2. ανάχωμα σε όχθη ποταμού
3. αποβάθρα, μώλος
4. αμμώδης γλώσσα εδάφους, ακρωτήριο
5. τύμβος, τάφος (α. «οὔτε τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», Ευρ.
β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῦμα», Πλάτ.)
6. σωρός από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς χῶμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χω- του αρχ. χώννυμι «σχηματίζω σωρό, φράζω, αποκλείω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ζώννυμι: ζῶμα)].