ἀλίαστος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliastos | |Transliteration C=aliastos | ||
|Beta Code=a)li/astos | |Beta Code=a)li/astos | ||
|Definition=ον, (λιάζομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be turned aside]], [[unabating]], [[μάχη]], [[ὅμαδος]], [[γόος]], <span class="bibl">Il.14.57</span>, <span class="bibl">12.471</span>, <span class="bibl">24.760</span>; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε <span class="bibl">20.31</span>; ἀ. ἀνίη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>611</span>: neut. as | |Definition=ον, (λιάζομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be turned aside]], [[unabating]], [[μάχη]], [[ὅμαδος]], [[γόος]], <span class="bibl">Il.14.57</span>, <span class="bibl">12.471</span>, <span class="bibl">24.760</span>; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε <span class="bibl">20.31</span>; ἀ. ἀνίη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>611</span>: neut. as adverb, μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο <span class="bibl">Il.24.549</span>, cf. φρὴν ἀλίαστος φρίσσει <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>85</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[πολύς]], [[κῦμα]] <span class="bibl">A.R.1.1326</span>, acc. to Sch., cf.<span class="bibl"><span class="title">EM</span>63.33</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[undaunted]], <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> 1479</span>.—Ep. word, used twice by E. in lyr.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 30 May 2022
English (LSJ)
ον, (λιάζομαι) A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.Th.611: neut. as adverb, μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85. 2 = πολύς, κῦμα A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.EM63.33. II of persons, undaunted, E.Or. 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr.
German (Pape)
[Seite 95] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίαστος: -ον, (λιάζομαι) ἄκαμπτος, ἀκατάπαυστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, ὅμαδος, γόος, Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, μηδὲ κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀκατάβλητος, ἀτρόμητος, Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fléchit pas, d’où
1 incessant ; fort, rude ; adv. • ἀλίαστον ὀδύρεσθαι IL se lamenter sans cesse;
2 dur, inflexible.
Étymologie: ἀ, λιάζομαι.
English (Autenrieth)
(λιάζομαι): unswerving, hence obstinate, persistent; πόλεμος, πόνος, γόος. (Il.)
Spanish (DGE)
-ον
I 1indoblegable, incontrolable πόλεμος Il.2.797, 20.31, μάχη Il.14.57, ἀνίη Hes.Th.611
•incansable πόνος A.R.2.649
•enorme, inabarcable κῦμα A.R.1.1326
•incurable τυπή Nic.Th.784.
2 incesante, continuo γόος Il.24.760, ὅμαδος Il.12.471, κτύπος ... θαλάσσης Musae.318
•neutr. como adv. μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, φρὴν ὧδ' ἀλίαστον φρίσσει E.Hec.85, ἀλίαστον ἐγήθεον dieron rienda suelta a su alegría Q.S.4.17.
II de pers. impávido Πυλάδης E.Or.1479.
• Etimología: Comp. neg. de la r. de λιάζομαι q.u.
Greek Monolingual
-η, -ο λιάζω
αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος.
ἀλίαστος, -ον (Α) λιάζομαι
1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός
3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος
4. μεγάλος, πολύς
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον
ακατάπαυστα.
Greek Monotonic
ἀλίαστος: -ον (λιάζομαι),
I. άκαμπτος, ακατάπαυστος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο, ούτε να θρηνείς ακατάπαυστα, στο ίδ.· ομοίως και, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ακατάβλητος, ατρόμητος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλίαστος:
1) непреклонный, упорный (πόλεμος, μάχη Hom.);
2) беспрестанный, нескончаемый, неутихающий (γόος Hom.; ἀνίη Hes.);
3) неустрашимый (Πυλάδης Eur.).
Middle Liddell
λιάζομαι
I. unshrinking, unabating, Il.; neut. as adv., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο nor mourn incessant, Il.; so, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει Eur.
II. of persons, undaunted, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλίαστος -ον [ἀ-, λιάζομαι niet aflatend, onophoudelijk; adv. acc. n. ἀλίαστον; van personen onstuitbaar, onverschrokken.