παροικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παροικοδομέω]], Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῑχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
|mltxt=[[παροικοδομέω]], Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
}}
}}

Revision as of 15:50, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικοδομέω Medium diacritics: παροικοδομέω Low diacritics: παροικοδομέω Capitals: ΠΑΡΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: paroikodoméō Transliteration B: paroikodomeō Transliteration C: paroikodomeo Beta Code: paroikodome/w

English (LSJ)

A build across or past, Th.2.75; παροικοδομέω ἡμῖν τεῖχος Id.7.11.
II build up, παροικοδομέω τὰς εἰσόδους narrow them by building, Arist. HA623b32; παροικοδομέω τὸ ὕδωρ = keep the water off by a wall, D.55.17.

German (Pape)

[Seite 525] daneben bauen, τινὶ τεῖχος, Thuc. 7, 11; auch verbauen, καὶ ἀποφράττειν, Dem. 55, 17; τὰς εἰσόδους, ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, Arist. H. A. 9, 40; aber τὰς ὁδούς ist = am Wege bauen, D. C. 74, 15.

Greek (Liddell-Scott)

παροικοδομέω: οἰκοδομῶ πλησίον ἢ ἀπέναντι (πρβλ. παρατείχισμα, Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ ὕδωρ, ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.
Étymologie: παρά, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

παροικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω δίπλα ή απέναντι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παροικοδομέω:
1) строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);
2) застраивать, закрывать постройкой (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);
3) замуровывать, заделывать (τὰς εἰσόδους Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οικοδομέω bouwen naast.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build beside or across, Thuc.

Greek Monolingual

παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].