καρικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(19) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία<br /><b>2.</b> [[ευτελής]], αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>πάπ.</b> <i>τὸ Καρικόν</i><br />[[καρική]] [[συνοικία]] στη Μέμφιδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «καρικὸν [[ἔλαιον]]» — [[είδος]] αλοιφής <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «καρικὴ | |mltxt=[[καρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία<br /><b>2.</b> [[ευτελής]], αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>πάπ.</b> <i>τὸ Καρικόν</i><br />[[καρική]] [[συνοικία]] στη Μέμφιδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «καρικὸν [[ἔλαιον]]» — [[είδος]] αλοιφής <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «καρικὴ μοῦσα» — [[είδος]] επικήδειου άσματος, [[θρήνος]], [[μοιρολόγι]] <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «καρικὰ αὐλήματα» — άσματα που ψάλλονταν με [[συνοδεία]] αυλοὺ σε συμπόσια (<b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) «καρικὸν [[μέλος]]» — [[ρυθμός]] συγκείμενος από τροχαίο και ίαμβο (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κάρες</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ([[πρβλ]]. [[ιωνικός]], [[φοινικικός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
καρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία
2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία
3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν
καρική συνοικία στη Μέμφιδα
4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» — είδος αλοιφής (Ιπποκρ.)
β) «καρικὴ μοῦσα» — είδος επικήδειου άσματος, θρήνος, μοιρολόγι Πλάτ.)
γ) «καρικὰ αὐλήματα» — άσματα που ψάλλονταν με συνοδεία αυλοὺ σε συμπόσια (Αριστοφ.)
δ) «καρικὸν μέλος» — ρυθμός συγκείμενος από τροχαίο και ίαμβο (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρες + κατάλ. -ικός (πρβλ. ιωνικός, φοινικικός)].