παρακάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παρακαλύπτω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αναρτάται [[μπροστά]] ή [[δίπλα]] σε [[κάτι]] για να το καλύπτει, [[παραπέτασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οτιδήποτε]] έχει τη [[δύναμη]] να καλύπτει μια [[κατάσταση]], συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν», Αντιφάν.)<br />β) [[πρόφαση]], [[πρόσχημα]] («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[παρακαλύπτω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αναρτάται [[μπροστά]] ή [[δίπλα]] σε [[κάτι]] για να το καλύπτει, [[παραπέτασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οτιδήποτε]] έχει τη [[δύναμη]] να καλύπτει μια [[κατάσταση]], συν. άσχημη («πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν», Αντιφάν.)<br />β) [[πρόφαση]], [[πρόσχημα]] («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:15, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακάλυμμα Medium diacritics: παρακάλυμμα Low diacritics: παρακάλυμμα Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: parakálymma Transliteration B: parakalymma Transliteration C: parakalymma Beta Code: paraka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό, A anything hung up beside or before so as to cover a thing, covering, curtain, Plu.Alex.51, etc. 2 metaph., veil, cloak, τῶν κακῶν Antiph.167; ἀφεγγὲς λήθης π. LXX Wi.17.3; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1; π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; excuse, pretext, τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας -καλύμματι Id.2.27e, cf. Ph.2.186.

German (Pape)

[Seite 481] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακάλυμμα: τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος ὥστε νὰ καλύπτῃ αὐτό, κάλυμμα, παραπέτασμα, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., πρόφασις, τινος, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 couverture, voile, tapisserie;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρακαλύπτομαι.

Greek Monolingual

τὸ, Α παρακαλύπτω
1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να το καλύπτει, παραπέτασμα
2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.)
β) πρόφαση, πρόσχημα («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παρακάλυμμα: -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή μπροστά, παραπέτασμα, κουρτίνα, σε Πλούτ.· μεταφ., πρόφαση, τινος, για ένα πράγμα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρακάλυμμα: ατος τό
1) покрывало, покров, занавес (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);
2) перен. прикрытие, предлог (παρακαλύμματί τινος χρῆσθαι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.

Middle Liddell

παρακάλυμμα, ατος, τό,
anything hung up beside or before, a covering, curtain, Plut.:—metaph. an excuse, τινος for a thing, Plut. [from παρακᾰλύπτω]