μύστης: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μύστης]], θηλ. [[μύστις]], -ιδος)<br />αυτός που διδάχθηκε την [[έννοια]] τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, [[ιεροφάντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που κατέχει πλήρως και [[είναι]] αφοσιωμένο σε μία [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έμπιστο [[πρόσωπο]], [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[οπαδός]], [[μαθητής]]<br />(αρχ) (και ως επίθ.) α) [[προσωνυμία]] μερικών θεών και θεαινών, όπως του Διονύσου, του Απόλλωνος και της Δήμητρος<br />β) [[μυστικός]], μυστηριακού χαρακτήρα («μύσταισι χοροῑς, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μύστης]] παράγεται από το θ. <i>μυ</i>- του <i>μύω</i>, με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i>: [[θύστης]]). Η λ. θεωρείται για τη μυστηριακή [[λατρεία]] αντίθετη του [[επόπτης]] και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημ. που [[είναι]] [[κάπως]] ανεξήγητη. Πιθ. η λ. να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά με την [[έννοια]] ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή [[λατρεία]]. Η λ., [[πάντως]], είχε αυτή τη διφορούμενη σημ. που αρμόζει σε λ. σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μύστης]], θηλ. [[μύστις]], -ιδος)<br />αυτός που διδάχθηκε την [[έννοια]] τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, [[ιεροφάντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που κατέχει πλήρως και [[είναι]] αφοσιωμένο σε μία [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έμπιστο [[πρόσωπο]], [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[οπαδός]], [[μαθητής]]<br />(αρχ) (και ως επίθ.) α) [[προσωνυμία]] μερικών θεών και θεαινών, όπως του Διονύσου, του Απόλλωνος και της Δήμητρος<br />β) [[μυστικός]], μυστηριακού χαρακτήρα («μύσταισι χοροῖς, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μύστης]] παράγεται από το θ. <i>μυ</i>- του <i>μύω</i>, με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i>: [[θύστης]]). Η λ. θεωρείται για τη μυστηριακή [[λατρεία]] αντίθετη του [[επόπτης]] και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημ. που [[είναι]] [[κάπως]] ανεξήγητη. Πιθ. η λ. να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά με την [[έννοια]] ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή [[λατρεία]]. Η λ., [[πάντως]], είχε αυτή τη διφορούμενη σημ. που αρμόζει σε λ. σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστης Medium diacritics: μύστης Low diacritics: μύστης Capitals: ΜΥΣΤΗΣ
Transliteration A: mýstēs Transliteration B: mystēs Transliteration C: mystis Beta Code: mu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (μυέω) A one initiated, Heraclit.14, AP9.147 (Antag. or Simon.), Arist.Ath.56.4, etc.; τοῖς μύστησιν καὶ τοῖς ἐπόπτῃσιν IG12.6.49; ὁ τῶν μ. κῆρυξ X.HG2.4.20; τὰ μυστῶν ὄργια E.HF613: c.gen., Διὸς Ἰδαίου μύστης Id.Fr.472.10 (anap.), cf. IG3.700; λύχνον μύστην σῶν θέτο παννυχίδων AP6.162 (Mel.); μ. ἀποκρύφων Vett.Val. 7.30, al.: as adjective, μ. χοροί Ar.Ra.370; μ. λύχνος AP7.219 (Pomp. Jun.). 2 a name of Dionysus, Paus.8.54.5; of Apollo, Artem. 2.70.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; χορός, Ar. Ran. 363; μυστῶν κήρυξ, Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = μυσταγωγός, z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ μύστης τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.

Greek (Liddell-Scott)

μύστης: -ου, ὁ, (μυέω) ὁ μεμυημένος, Σιμων. (;) 180· τὰ μυστῶν ὄργι’ ηὐτύχησ’ ἰδὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 613· μετὰ γεν., Διὸς Ἰδαίου μύστης ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 390· μύστην σῶν θέτο παννυχίδων Ἀνθ. Π. 6. 162· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μύσταισι χοροῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 370· μ. λύχνος Ἀνθ. Π. 7. 219· - Ἡ διαίρεσις τῶν μυουμένων εἰς τρεῖς ἢ πλείονας τάξεις ἢ βαθμοὺς μέχρι τοῦ τῶν ἐποπτῶν εἶναί πως ἀμφίβολος, πρβλ. ἑρμην. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 745, Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 31 κἑξ., 128· μύσται καὶ ἐπόπται μνημονεύονται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 5. 2) ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, πλησίον δὲ ἄλλο ἐστὶν ἱερὸν Διονύσου Μύστου Παυσ. 8. 54, 5· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀρτεμίδωρ. 2. 70, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
initié aux mystères.
Étymologie: μύω.

Spanish

iniciado

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, -ιδος)
αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης
νεοελλ.
άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη
μσν.
1. έμπιστο πρόσωπο, μυστικοσύμβουλος
2. (κατ' επέκτ.) οπαδός, μαθητής
(αρχ) (και ως επίθ.) α) προσωνυμία μερικών θεών και θεαινών, όπως του Διονύσου, του Απόλλωνος και της Δήμητρος
β) μυστικός, μυστηριακού χαρακτήρα («μύσταισι χοροῖς, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύστης παράγεται από το θ. μυ- του μύω, με παρέκταση -σ- (πρβλ. θύω: θύστης). Η λ. θεωρείται για τη μυστηριακή λατρεία αντίθετη του επόπτης και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημ. που είναι κάπως ανεξήγητη. Πιθ. η λ. να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά με την έννοια ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή λατρεία. Η λ., πάντως, είχε αυτή τη διφορούμενη σημ. που αρμόζει σε λ. σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες].

Greek Monotonic

μύστης: -ου, ὁ (μυέω),·
1. αυτός που έχει εισαχθεί στα μυστήρια, σε Ευρ.·
2. ως επίθ., μυστικός, σε Αριστοφ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μύστης: ου adj. m
1) мистерийный, исполняемый посвященными в священные таинства (χοροί Arph.);
2) перен. посвященный в (любовные) тайны (λύχνος Anth.).
ου ὁ посвященный в таинства, участник мистерий, мист (τὰ μυστῶν ὄργια Eur.).

Middle Liddell

μύστης, ου, ὁ, μυέω
1. one initiated, Eur.
2. as adj. mystic, Ar., Anth.

English (Woodhouse)

one initiated in mysteries, one instructed in the mysteries

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)