δυσκολία: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
mNo edit summary |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> ref. a pers. [[mal humor]], [[mal carácter]] ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga</i> e.e., la condena en el tribunal, Ar.<i>V</i>.106, cf. 883, [[ἀθυμία]] καὶ δ. καὶ μανία X.<i>Mem</i>.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.<i>Ti</i>.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.<i>R</i>.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.<i>Lg</i>.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.<i>Tim</i>.44<br /><b class="num">•</b>[[descontento]] δ. τῶν πολλῶν descontento popular</i> Pl.<i>Lg</i>.757e, cf. LXX <i>Ib</i>.34.30<br /><b class="num">•</b>[[mala actitud]] ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.<i>Top</i>.160<sup>b</sup>11.<br /><b class="num">2</b> ref. a cosas o abstr. [[dificultad]] τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.<i>Pol</i>.1281<sup>a</sup>11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho</i> ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.<i>Bel</i>.56.44, cf. I.<i>AI</i> 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29<br /><b class="num">•</b>en sent. fís. [[molestia]] καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, [[ἔκλυσις]] καὶ [[δυσκολία]] Gal. en Orib.7.23.12. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> ref. a pers. [[mal humor]], [[mal carácter]] ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga</i> e.e., la condena en el tribunal, Ar.<i>V</i>.106, cf. 883, [[ἀθυμία]] καὶ δ. καὶ μανία X.<i>Mem</i>.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.<i>Ti</i>.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.<i>R</i>.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.<i>Lg</i>.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.<i>Tim</i>.44<br /><b class="num">•</b>[[descontento]] δ. τῶν πολλῶν descontento popular</i> Pl.<i>Lg</i>.757e, cf. [[LXX]] <i>Ib</i>.34.30<br /><b class="num">•</b>[[mala actitud]] ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.<i>Top</i>.160<sup>b</sup>11.<br /><b class="num">2</b> ref. a cosas o abstr. [[dificultad]] τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.<i>Pol</i>.1281<sup>a</sup>11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho</i> ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.<i>Bel</i>.56.44, cf. I.<i>AI</i> 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29<br /><b class="num">•</b>en sent. fís. [[molestia]] καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, [[ἔκλυσις]] καὶ [[δυσκολία]] Gal. en Orib.7.23.12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:25, 20 June 2022
English (LSJ)
ἡ, A discontent, peevishness, Ar.V.106, Pl.R.411c. II of things, difficulty, δ. ἔχειν D.5.1, Arist.Pol.1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib.1263a11; δ. ὀνομάτων J.AJ2.7.4.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; Ar. Vesp. 106; Plat. Tim. 87 a; καὶ αὐθάδεια, das mürrische Wesen, Rep. IX, 590 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6; δυσκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben, Dem. 5, 1; Arist. Polit. 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκολία: ἡ, δυσαρέσκεια, δυστροπία, «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, δυσχέρεια, δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, αὐτόθι 2. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
humeur difficile ou morose.
Étymologie: δύσκολος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 ref. a pers. mal humor, mal carácter ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga e.e., la condena en el tribunal, Ar.V.106, cf. 883, ἀθυμία καὶ δ. καὶ μανία X.Mem.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.Ti.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.R.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.Lg.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.Tim.44
•descontento δ. τῶν πολλῶν descontento popular Pl.Lg.757e, cf. LXX Ib.34.30
•mala actitud ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.Top.160b11.
2 ref. a cosas o abstr. dificultad τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.Pol.1281a11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.Bel.56.44, cf. I.AI 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29
•en sent. fís. molestia καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, ἔκλυσις καὶ δυσκολία Gal. en Orib.7.23.12.
Greek Monolingual
και δυσκολιά, η (AM δυσκολία)
1. δυστροπία, παραξενιά
2. δυσχέρεια («δυσκολίες της ζωής»)
3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά 'βρη δυσκολία», Σολωμ.)
νεοελλ.
βάσανο, στενοχώρια («τσ' δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.).
Greek Monotonic
δυσκολία: ἡ (δύσκολος),
I. δυσαρέσκεια, δυστροπία, παραξενιά, οξυθυμία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια, δυσκολία (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκολία: ἡ
1) недовольство, дурное настроение Arph., Plat.;
2) придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.;
3) затруднение, трудность (δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.).
Middle Liddell
δυσκολία, ἡ, δύσκολος
I. discontent, peevishness, Ar., Plat.
II. of things, difficulty, Dem.
English (Woodhouse)
crabbedness, moroseness, perversity, bad temper, ill-humor, ill-humour, ill-temper