ἐπηγκενίδες: Difference between revisions
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epigkenides | |Transliteration C=epigkenides | ||
|Beta Code=e)phgkeni/des | |Beta Code=e)phgkeni/des | ||
|Definition=[ῐ], αἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[long planks]] bolted to the upright ribs(σταμίνες) of the ship, <span class="bibl">Od.5.253</span>. (Prob. from [[ἀγκών]]: [[ἐπηγανίδες]] (sic). [[ἐπηνύηματα]], Hsch.: [[ἐπητανίδεσσι]] ([[ἐπιτανίδες]] cod.) was read by Rhian. ap. Sch.Od. l.c.)</span> | |Definition=[ῐ], αἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[long planks]] bolted to the upright ribs(σταμίνες) of the ship, <span class="bibl">Od.5.253</span>. (Prob. from [[ἀγκών]]: [[ἐπηγανίδες]] (sic). [[ἐπηνύηματα]], Hsch.: [[ἐπητανίδεσσι]] ([[ἐπιτανίδες]] cod.) was read by Rhian. ap. Sch.Od. [[l.c.]])</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:45, 15 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], αἱ, A long planks bolted to the upright ribs(σταμίνες) of the ship, Od.5.253. (Prob. from ἀγκών: ἐπηγανίδες (sic). ἐπηνύηματα, Hsch.: ἐπητανίδεσσι (ἐπιτανίδες cod.) was read by Rhian. ap. Sch.Od. l.c.)
German (Pape)
[Seite 920] αἱ (ἐνεγκεῖν), Od. 5, 253, die langen, an den Seiten des Schiffes über die Rippen geschlagenen Bretter, die äußere Bedeckung des Schiffsbauches (vgl. σταμίνες), Schol. ἡ ἀπὸ πρώρας ἕως πρύμνης ἐπενεχθεῖσα σανίς, Ap. Lex. τὰ διηνεκῆ ξύλα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηγκενίδες: ῐ, αἱ, ἐν Ὀδ. Ε. 253, αἱ μακραὶ σανίδες αἱ προσηρμοσμέναι ἐπὶ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου· «ἐπηγκενίδες, σανίδες ἐκ πρῴρας εἰς πρύμναν τεταμέναι... ἔστι δὲ ἐπηγκενὶς ἢ καθ’ ἣν οἱ σκαλμοὶ πήγνυνται, ἢ ὅπερ κοινῶς περίτονον λέγεται παρὰ τὸ διόλου τείνεσθαι» κτλ. (Εὐστ.), πρβλ. Ἡσύχ. καὶ ἴδε τὰς λέξ. σταμὶν καὶ ἵκριον. (Πιθ. ἐκ τοῦ ἐνεγκεῖν, ἠνεκής).
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
bordage, planches qui forment les flancs du navire de la proue à la poupe.
Étymologie: ἐπί, ἐν, κενός.
English (Autenrieth)
uppermost streaks or planks of a ship, forming the gunwale, Od. 5.253†. (See cut No. 32, letter c).
Greek Monolingual
ἐπηγκενίδες, αι (AM)
σανίδες που με τη μορφή λωρίδων καλύπτουν τον σκελετό του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηγκεν -ίδ-ες. Το βασικό μόρφημα -ηγκεν- συνδέεται με τον τ. αγκών αγκώνες «γωνιές καρφωμένες εσωτερικά στα πλάγια της βάρκας» — το -η- είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει, ενώ το -ε- μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως αρχαϊσμός. Το επίθημα -ιδ- κατά το σαν-ίδ-ες].
Greek Monotonic
ἐπηγκενίδες: [ῐ], -αι, μακριές σανίδες προσαρμοσμένες στις πλευρές, σταμίνες του πλοίου, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από το ἐνεγκεῖν).
Russian (Dvoretsky)
ἐπηγκενίδες: ων (ῐ) αἱ ἐνεγκεῖν эпенкениды, бортовые доски (наружной обшивка судна) Hom.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl.
Meaning: part of a ship (ε 253);
Origin: IE [Indo-European] [45] *h₂enk- what is bent
Etymology: Acc. to Doederlein (s. Bechtel Lex. s. v.) "what rests on the ἀγκόνες (`ribs of a ship'?)", i. e. the planks, with compositional lengthening; noun in -ίδ-ες, e. g. σανίδες (cf.ἄγκοιναι). The factual meaning remains unclear.
Middle Liddell
the long side-planks bolted to the ribs (σταμίνεσ) of the ship, Od. [Prob. from ἐνεγκεῖν.]
Frisk Etymology German
ἐπηγκενίδες: {epēgkenídes}
Grammar: f. pl.
Meaning: Benennung eines Schiffsteiles (ε 253);
Etymology : nach Doederlein (s. Bechtel Lex. s. v.) "die auf den ἀγκόνες (Schiffsrippen?) Ruhenden", d. h. die Bohlen, also Hypostase mit kompositioneller Dehnung und ε-Abtönung im Anschluß an die Nomina auf -ίδες, z. B. σανίδες. Es könnte aber ebensogut die oberen Teile der ἀγκόνες bezeichnen, vgl. zu ἐπωτίδες. Der sachliche Inhalt bleibt sowieso unklar. Einzelheiten bei Bechtel a. a. O.
Page 1,534