εὐφυΐα: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐφῠΐα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> хорошее развитие, высокий рост (τοῦ πλατάνου Luc.);<br /><b class="num">2)</b> изящество, красота (εὐ. καὶ [[ὥρα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> одаренность, даровитость, природные способности (sc. τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> благородство (τοῦ ἤθους Plut.);<br /><b class="num">5)</b> удобное местоположение, выгодность (τῶν τόπων Arst., Polyb.). | |elrutext='''εὐφῠΐα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> хорошее развитие, высокий рост (τοῦ πλατάνου Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[изящество]], [[красота]] (εὐ. καὶ [[ὥρα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> одаренность, даровитость, природные способности (sc. τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> благородство (τοῦ ἤθους Plut.);<br /><b class="num">5)</b> удобное местоположение, выгодность (τῶν τόπων Arst., Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A natural goodness of growth or shape, shapeliness, δακτύλων Hp. Off.4, cf. Art.82; εὐ. καὶ ὥρα Plu. Sol.1; ἡ τῶν ζῴων εὐ. Porph. Abst.3.24. II good natural parts, and morally, goodness of disposition, freq. in both senses at once, Arist. EN1114b12, Rh.1362b24, etc.; defined as τάχος μαθήσεως, Pl.Def.413d. 2 of places, fertility, favourable situation, etc., εὐ. πρός τι Thphr. CP1.2.3; ἡ τῶν τόπων εὐ. Plb.2.68.5.—εὐφύεια is cited from Alex.317, and is found in Pap., as Anon. in Tht.4.43,al.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 heureuse croissance ; bonne nature, bonne qualité;
2 au mor. bon naturel, heureuses dispositions, talent.
Étymologie: εὐφυής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφυΐα) ευφυής
(για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη
αρχ.
1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωση («φιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῖς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.)
2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση μαζί) η εξυπνάδα και η καλή διάθεση («εὐφυΐα τάχος μαθήσεως, γέννησις φύσεως ἀγαθή
ἀρετὴ ἐν φύσει», Πλάτ.)
3. (για τόπο) α) ευφορία, γονιμότητα
β) καταλληλότητα, στρατηγική θέση («ἡ τῶν τόπων εὐφυΐα», Πολ.).
Greek Monotonic
εὐφυΐα: ἡ,
I. καλή φυσική κατάσταση, καλή φυσική ανάπτυξη, σε Πλούτ.
II. φυσικά προτερήματα, εξυπνάδα, μεγαλοφυΐα· και με ηθική σημασία, καλοσύνη, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφῠΐα: ἡ
1) хорошее развитие, высокий рост (τοῦ πλατάνου Luc.);
2) изящество, красота (εὐ. καὶ ὥρα Plut.);
3) одаренность, даровитость, природные способности (sc. τῆς ψυχῆς Plut.);
4) благородство (τοῦ ἤθους Plut.);
5) удобное местоположение, выгодность (τῶν τόπων Arst., Polyb.).