θῶκος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
m (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θῶκος:''' эп. тж. [[θόωκος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[седалище]], [[кресло]], [[стул]], Hom., Pind., Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> заседание, совещание (οἱ [[ἄνδρες]] ἐς θῶκον [[πρόμολον]] Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);<br /><b class="num">3)</b> епископская кафедра Anth. | |elrutext='''θῶκος:''' эп. тж. [[θόωκος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[седалище]], [[кресло]], [[стул]], Hom., Pind., Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[заседание]], [[совещание]] (οἱ [[ἄνδρες]] ἐς θῶκον [[πρόμολον]] Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);<br /><b class="num">3)</b> епископская кафедра Anth. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 09:57, 19 August 2022
English (LSJ)
Ionic for θᾶκος.
German (Pape)
[Seite 1229] ὁ, = θᾶκος, der Sitz; Hom.; Pind. P. 11, 6; Sitzung, Sitz im Rath u. in der Volksversammlung; Od. 2, 26. 15, 468; θῶκόνδε, zur Sitzung, Od. 5, 3; θῶκοι ἀμπαυστήριοι Her. 1, 181. – Der Sessel, Her. 9, 84. – Auch Tragg., ἵνα μαντεῖα θῶκός τ' ἔστι Θεσπρωτοῦ Διός Aesch. Prom. 833. – Ep. auch gedehnt θόωκος, Od. 2, 26. 12, 318.
Greek (Liddell-Scott)
θῶκος: ὁ, Ἰων. ἀντὶ θᾶκος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 siège, chaise;
2 action de siéger dans une assemblée.
Étymologie: ion. et épq. c. θᾶκος.
English (Autenrieth)
and θόωκος (Att. θᾶκος) seat, Od. 2.14; assembly, Od. 2.26 .—θῶκόνδε, to the assembly.
English (Slater)
1 seat Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6)
Greek Monolingual
ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος)
έδρα, κάθισμα
νεοελλ.
1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα
2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος»)
3. φρ. «οικολογικός θώκος» — η μικρότερη ομάδα βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα είδος
αρχ.
1. έδρα ιερέα
2. συνέδριο, συνέλευση, βουλή
3. αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάκος < θάFακος, με συναίρεση. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η γλώσσα του Ησύχ. θάβακον
θάκον ή θρόνον. Η προέλευση, όμως, του διαλεκτικού τ. θώκος < θόFακος ή θώFακος οδηγεί στην υπόθεση ότι και ο τ. θάκος ανάγεται σε θόFακος, απ' όπου το θάFακος (> θάκος) με προληπτική αφομοίωση. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. θω- / θα-) συνδέεται με το τίθημι, θωμός, θαμά.
ΠΑΡ. αρχ. θακείον, θακεύω, θακώ, θάσσω, θοάζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ερημόθωκος, κοινόθακος, σύνθακος, σύνθωκος, υψίθωκος].
Russian (Dvoretsky)
θῶκος: эп. тж. θόωκος ὁ
1) седалище, кресло, стул, Hom., Pind., Her., Plut.;
2) заседание, совещание (οἱ ἄνδρες ἐς θῶκον πρόμολον Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);
3) епископская кафедра Anth.
Frisk Etymological English
See also: s. θᾶκος.
Frisk Etymology German
θῶκος: {thō̃kos}
See also: s. θᾶκος.
Page 1,700