χυδαῖος: Difference between revisions
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χῠδαῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> простой, обыкновенный ([[λίθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> всеобщий (χ. καὶ [[πάνδημος]] [[λαλιά]] Polyb.). | |elrutext='''χῠδαῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[простой]], [[обыкновенный]] ([[λίθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> всеобщий (χ. καὶ [[πάνδημος]] [[λαλιά]] Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, (χέω) A poured out in streams, abundant, LXX Ex.1.7; στέφανοι, i.e. χύδην πεπλεγμένοι, Ath.15.686a. Adv. -ως pell-mell, Herm. ap. Stob.1.49.68. II common, ordinary, φοίνικες Dsc.5.31, cf. Plin.HN13.46; λίθος Plu.2.85f; ἔλαιον Hippiatr.69. b of persons, χ. πλῆθος Str.1.2.8; ὁ χ. Porph.Abst.4.18; οἱ χ. Str.3.1.5, Ph.Bybl. 5, Porph.Chr.63; opp. οἱ σοφοί, Phld.Po.5.23, cf. Rh.2.157S., al.: Comp. οἱ χυδαιότεροι (misspelt χυδεώτεροι) Sch.E.Hipp.948. 2 metaph., common, vulgar, coarse, λαλιά Plb.14.7.8; χυδαῖα καὶ φαῦλα Phld.Mus.p.95K.
German (Pape)
[Seite 1384] ον, in Menge, Masse ausgegossen, ausgeschüttet, übertr., gemein, gering, schlecht; λαλιά Pol. 14, 7,8; στέφανοι Ath. XV, 686 a; – τὸ χυδαῖον τοῦ λόγου, = Folgdm, Phot. bibl. cod. 88.
Greek (Liddell-Scott)
χῠδαῖος: -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, πολυπληθής, πολυάριθμος, Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. ἀνάμικτος, κοινός, Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, κοινός, «πρόστυχος», χυδαῖος, λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
commun, ordinaire.
Étymologie: χύδην.
Greek Monolingual
-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.
γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)
2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.
δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «χυδαία γλώσσα»
(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτική
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῖον
κοινοτοπία
αρχ.
1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)
2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῖοι στέφανοι», Αθήν.
β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», Πλούτ.
γ. «τὸν χυδαῖον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ν
νεοελλ.
με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώς
μσν.-αρχ.
με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυση («χυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην + κατάλ. -αῖος].
Russian (Dvoretsky)
χῠδαῖος:
1) простой, обыкновенный (λίθος Plut.);
2) всеобщий (χ. καὶ πάνδημος λαλιά Polyb.).