ἄλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄλῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> неразрывный, нерасторжимый (πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; [[φιλία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нерушимый, непоколебимый, надежный (τὰ ἐνέχυρα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> неотвратимый, неизбежный (πολέμοιο [[πεῖραρ]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> неопровержимый, непреложный ([[τεκμήριον]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> непрерывный, сплошной ([[κύκλος]] Pind.);<br /><b class="num">6)</b> нескончаемый, безысходный (sc. κακὰ или ἔπη Soph.);<br /><b class="num">7)</b> нерастворимый: ἄ. ὑγρῷ Arst. нерастворимый в воде;<br /><b class="num">8)</b> нерастворенный Plat.
|elrutext='''ἄλῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неразрывный]], [[нерасторжимый]] (πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; [[φιλία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нерушимый, непоколебимый, надежный (τὰ ἐνέχυρα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[неотвратимый]], [[неизбежный]] (πολέμοιο [[πεῖραρ]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[неопровержимый]], [[непреложный]] ([[τεκμήριον]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[непрерывный]], [[сплошной]] ([[κύκλος]] Pind.);<br /><b class="num">6)</b> [[нескончаемый]], [[безысходный]] (sc. κακὰ или ἔπη Soph.);<br /><b class="num">7)</b> нерастворимый: ἄ. ὑγρῷ Arst. нерастворимый в воде;<br /><b class="num">8)</b> нерастворенный Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:05, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλῠτος Medium diacritics: ἄλυτος Low diacritics: άλυτος Capitals: ΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: álytos Transliteration B: alytos Transliteration C: alytos Beta Code: a)/lutos

English (LSJ)

ον, poet. A ἄλλυτος Phanocl.2.1, AP6.30 (Maced.), not to be loosed or broken, indissoluble, πέδαι, δεσμοί, Il.13.37, Od.8.275, A.Pr. 55; ἀδάμας AP12.93 (Rhian.); Μοιράων νῆμα Phanocl.l.c., cf.Epigr.Gr.520 (Thessalonica); πτολέμοιο πεῖραρ Il.13.360; κύκλος (of the wheel of the ἴϋγξ) Pi.P.4.215; irremediable, S.El.230(lyr.): of substances, insoluble, Arist.Mete.384b7. Adv. -τως Pl.Ti.60c. 2 of arguments or evidence, not to be confuted, irrefutable, Arist.Rh.1357b17, 1403a14; συλλογισμός Arist.APr.70a29. II undissolved, Pl. Ti.60e.

German (Pape)

[Seite 111] unauflöslich, Hom. dreimal, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 360 πεῖραρ ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε, 37 πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν, Od. 8, 275 δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν; – Aesch. Prom. 154; κύκλος Pind. P. 4, 2154 ἄλλυτον λίνον Theocr. 27, 16; vgl. Arist. Meteor. 4, 6; – dah. unendlich, Soph. El. 223; öfter in Anth. – Adv., Plat. Tim. 60 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λύσῃ ἢ διασπάσῃ, ἀδιάρρηκτος, πέδαι, δεσμοί, Ἰλ. Ν. 37, Ὀδ. Θ. 275, Αἰσχύλ. Πρ. 55· Μοιράων νῆμ’ ἄλυτον, Φανοκλ. ἐν Ἰακωψ. Ἀνθ. Ι. σ. 205, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1973· πολέμοιο πεῖραρ, Ἰλ. Ν. 359: - συνεχής, ἀδιάκοπος, κύκλος, Πινδ. Π. 4. 383, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 230: ὡσαύτως ἐπὶ οὐσιῶν, ἀδιάλυτος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ. -τως, Πλάτ. Τίμ. 60C. 2) ὃ δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ ἢ ἐλέγξῃ, ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18., 2. 25, 14. ΙΙ. ὁ μὴ χαλαρὸς ἢ διαλελυμένος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qu’on ne peut délier :
1 en parl. de liens, d’entraves ; fig. en parl. de liens d’amitié, etc. ; continu (cercle) ; sans interruption, sans fin;
2 qu’on ne peut dissoudre, indissoluble, irrémédiable;
3 qu’on ne peut réfuter;
4 insolvable;
II. non délié, non dissous.
Étymologie: , λύω.

English (Autenrieth)

not to be loosed, indissoluble.

English (Slater)

ᾰλῠτος
   1 indissoluble, inescapable ἴυγγα ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ (P. 4.215)

Spanish (DGE)

(ἄλῠτος) -ου
• Alolema(s): poét. ἄλλυτος Phanocl.2.1, AP 6.30 (Maced.)
I 1no disuelto, ἄλυτον αὐτὴν (sc. γῆν) ἐάσαντα Pl.Ti.60e.
2 de un testamento no abierto, BGU 361.2.30 (II a.C.).
II 1que no se puede soltar, irrompible πέδαι Il.13.37, δεσμοί Od.8.275, A.Pr.155, Nonn.D.48.628, Procl.in Ti.2.283.20
de cosas divinas o mágicas que no se puede soltar, indisoluble, inquebrantable ἔριδος ... καὶ ... πτολέμοιο πεῖραρ ... ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν ... ἄλυτον (Zeus y Posidón) extendieron sobre ambos bandos el lazo indisoluble de la discordia y la guerra, Il.13.360, κύκλος (del ἴϋγξ) Pi.P.4.215, Μοιράων νῆμ' ἄλλυτον Phanocl.2.1, cf. GVI 876.6 (Tesalónica II a.C.), ἀδάμας Rhian.71.8
fig. indisoluble de la amistad, Nonn.Par.Eu.Io.15.12.
2 de sustancias insoluble Arist.Mete.384b7, D.C.48.51.4.
III 1de cosas, situaciones que no se puede deshacer, irremediable S.El.230.
2 de argumentos irrefutable Arist.Rh.1357b17, 1403a14, συλλογισμός Arist.APr.70a29, ἐνθύμημα Clem.Al.Strom.5.1.5.
IV adv. -ως
1 indisolublemente, de manera que no se pueda disolver Pl.Ti.60c.
2 indisolublemente, inquebrantablemente, en forma que no se deshiela τῶν θερμῶν πήγνυται ὑπὸ ψυχροῦ ταχὺ μὲν ὅσα γῆς μᾶλλον, καὶ ἀλύτως, λυτῶς δ', ὅσα ὕδατος de las cosas calientes se hielan rápidamente cuantas son más de tierra y (lo hacen) en forma que no se deshiela, mientras se deshielan cuantas son de agua Arist.PA 649a32.

Greek Monolingual

-η, -ον (AM ἄλυτος, -ον)
1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί
2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος
3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος
4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος
νεοελλ.-αρχ.
αυτός του οποίου δεν βρέθηκε η λύση ή δεν επιδέχεται λύση, ανεπίλυτος, αξεδιάλυτος
νεοελλ.
1. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε, ο άλειωτος
2. (για τα πανιά πλοίου) αυτός που δεν ανοίχθηκε, δεν ξεδιπλώθηκε
3. αδιευθέτητος, εκκρεμής
μσν.
(για αιτήματα) αυτός που δεν έγινε αποδεκτός από τον αυτοκράτορα, ο αναπάντητος
αρχ.
1. (για ουσίες) αυτός που δεν διαλύεται ή δεν λειώνει, ο αδιάλυτος
2. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που δεν μπορεί να ελέγξει ή να αναιρέσει κανείς
3. αθεράπευτος, ανίατος, αδιόρθωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυτός.

Greek Monotonic

ἄλῠτος: -ον (λύω), μη χαλαρωμένος, αδιάρρηκτος, αδιάσπαστος, σε Όμηρ. κ.λπ.· συνεχής, αδιάκοπος, αέναος, κύκλος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῠτος:
1) неразрывный, нерасторжимый (πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; φιλία Plut.);
2) нерушимый, непоколебимый, надежный (τὰ ἐνέχυρα Plut.);
3) неотвратимый, неизбежный (πολέμοιο πεῖραρ Hom.);
4) неопровержимый, непреложный (τεκμήριον Arst.);
5) непрерывный, сплошной (κύκλος Pind.);
6) нескончаемый, безысходный (sc. κακὰ или ἔπη Soph.);
7) нерастворимый: ἄ. ὑγρῷ Arst. нерастворимый в воде;
8) нерастворенный Plat.

Middle Liddell

[λύω]
not to be loosed, indissoluble, Hom., etc.:—continuous, ceaseless, κύκλος Pind.

English (Woodhouse)

indissoluble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)